Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΠΕΤΡΑ
(Μονόπρακτo)
Πρόσωπα; ΤΟΜ, ΜΑΝΤΛΕΝ, ΠΕΤΡΑ,
ΣΠ ΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ, ΑΝΤΡΑΣ, ΓΥΝΑΙΚΑ.

Δωμάτιο φτωχικό με έπιπλα,χαρτιά. Μια μεγάλη πέτρα στη μέση του πατώματος. Ο Τομ και η Μαντλέν κάθονται δίπλα δίπλα.

ΤΟΜ
(συνεχίζει διάβασμα)
…Φιλώ του το στόμα
σφραγίζω τα μάτια
και παίρνω τα ίδια
κι  εγώ μονοπάτια 


ΜΑΝΤΛΕΝ (ΜΑΝ)
Υπέροχο! Θαυμάσιο!
(τον αγκαλιάζει)
Ο ποιητής μου! Και σκέψου να μην έχει έχει εκδόσει ένα βιβλίο ακόμα...Τόσο ωραία ποιήματα και να μένουν κρυμμένα...

ΤΟΜ
Μαντλέν μου,δεν είναι τόσο ωραία ώστε να χάνει κανείς αν δεν τα διαβάσει...

ΜΑΝ
Άκου αγάπη μου-το πρώτο πράγμα που θα κάμουμε μετά το γάμο μας θα είναι αυτό. Η μετριοφροσύνη έχει τα όρια της και αν εσύ δε θέλεις να το δεις αυτό, εγώ που ενδιαφέρομαι για σένα το βλέπω.Δε θ' αφήσω τη μετριοφροσύνη, όσο κι αν είναι αρετή, να σε καθοδηγεί. Πρέπει τα ποιήματα σου να εκδοθούν.

ΤΟΜ
Σου υπόσχομαι να το ξανασυζητήσουμε μετά το γάμο. Ας αφήσουμε τώρα αυτό το θέμα.

ΜΑΝ
Όχι. Δε θα τ' αφήσουμε.
(παίρνει το τετράδιο με τα ποιήματα)
Μέσα δω βρίσκονται αριστουργήματα!
(δείχνει τη βιβλιοθήκη)
Το ίδιο και κει περα.Όχι, δε θα τ αφήσουμε το θέμα φιλαράκο. Τα ποιήματα αυτά ζητάνε μόνα τους να φανερωθούν. Δε θα σ' αφήσω να τα κρατάς κρυμμένα μέσα σ' αυτό το δωμάτιο.

ΤΟΜ
(της παίρνει το βιβλίο από το χέρι. Προσπαθώντας να αλλάξει κουβέντα)
Πες μου τι γίνονται οι δικοί σου-τι κάνει ο πατέρας σου;

ΜΑΝ
Ο πατέρας μου είναι καλά και σε χαιρετάει. Το ίδιο κι η μητέρα μου. Τα ποιήματα όμως θα εκδοθούν.

ΤΟΜ
Μα, Μαντλέν, χρειάζονται λεφτά…

ΜΑΝ
Θα κάνουμε οικονομίες. Θα τα καταφέρουμε.

ΤΟΜ
Είναι εύκολο να το λες. Μα στην πράξη είναι δύσκολο το πράγμα. Έλα τώρα…
(την καθίζει στα γόνατα του) 
Έλα να πάρω εγώ στα χέρια μου αυτό το κεφαλάκι που κατεβάζει τέτιες ιδέες και να δω πού τις βρίσκει. Να εξετάσω από κοντά αυτά τα όμορφα χειλάκια που λένε τέτια λόγια και μες σ' αυτά τα μάτια σου να ψάξω και να βρω πού κρύβονται οι μαγνήτες τους που τραβούνε τόσο δυντά τα δικά μου μάτια.

ΜΑΝ
Να 'μαι λοιπόν! Μόνο την υπόσχεση σου μην ξεχνάς.

ΤΟΜ
Δεν την ξεχνώ.

ΜΑΝ
Στο γραφείο με πειράζουν που είσαι μεγαλύτερός μου.

ΤΟΜ
Είναι φυσικό. Τους καταλαβαίνω.

ΜΑΝ
Εμένα όμως αυτό δε μ' αρέσει. Δε θέλω κανείς να επεμβαίνει στην προσωπική μου ζωή. Αν εγώ αγαπώ κάποιον αυτούς δεν πρέπει να τους ενδιαφέρει.

ΤΟΜ
Δεν μπορείς να τους κάνεις να σταματήσουν. Όταν οι άνθρωποι μιλάνε για να σε πειράξουν ο λόγος τους δεν τελειώνει ποτέ.

ΜΑΝ
Ας είναι. Μπορούν να λένε ότι θέλουν. Εγώ σ' αγαπώ και αυτό δεν μπορούν να τ' αλλάξουν. Κι είναι η αγάπη μας που τους πειράζει κι όχι η ηλικία σου. Ζηλεύουν.

ΤΟΜ
Ζηλεύουν που δεν μπορούν να 'χουν κι αυτοί την ίδια τύχη-να τους αγαπάει η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου.

ΜΑΝ
Θέλω να δω τα μούτρα τους όταν δούνε το πρώτο σου βιβλίο.

ΤΟΜ
Πάλι τα ίδια; Δεν είπαμε να τ' αφήσουμε τώρα αυτά;

ΜΑΝα
Έχεις δίκιο. Σου ζητώ συγνώμη. Εξάλλου πρέπει να πάω να παραδώσω τα σχέδια. Δε θα μου πάρει πολύ. Ύστερα θα 'μαι πάλι κοντά σου ως το πρωί
(με νάζι)
Αν με θέλεις...

ΤΟΜ
Μμμ...δεν ξέρω... Να σκεφτώ... εντάξει,έλα!..

ΜΑΝ
(παίρνει τα σχέδια)
Ευχαριστώ...Λοιπόν γεια σου
(φιλιούνται)

ΤΟΜ
Γεια σου.
(η Μαντλέν βγαίνει. Σχηματίζει έναν αριθμό στο τηλέφωνο)
Εμπρός... Νικ γεια σου... Ναι, ο Τομ. Άκου,στείλε μου σε παρακαλώ μιαν ανθοδέσμη. Ναι...γεια.
(κατεβάζει το ακουστικό. Στέκει στη μέση του δωματίου και ανοίγει τα χέρια διάπλατα σαν να θέλει ν' αγκαλιάσει κάτι μεγάλο. Μετά κατεβάζει τα χέρια, πλησιάζει στην πέτρα και της μιλάει)
Εδώ και πέντε χρόνια μ' έβλεπες μονάχο. Τώρα θα πρέπει να συνηθίσεις κι έναν άλλον άνθρωπο μέσα στο σπίτι.Μια νέα γυναίκα. Μια γυναίκα που μ' αγαπάει πραγματικά. Που αγαπάει την ανάσα μου, το περπάτημά μου, τον τρόπο που κρατώ το μολύβι όταν γράφω. Που δεν αγαπάει σε μένα τα λεφτά, το εργοστάσιο, την άνετη ζωή, αλλά που αγαπάει μόνον εμένα. Εμένα! Εμένα όπως είμαι! Φτωχόν, ασήμαντον, μόνο.
Πέντε χρόνια! Πέντε χρόνια ανυπαρξίας! Μέχρι τότε ζούσα μέσα στην ψευτιά. Περιστοιχιζόμουν από ανθρώπους που ενώ δεν μ’ αγαπούσαν υποκρίνονταν πως μ’ αγαπούν. Η Ρόζα, οι φίλοι μου… Έπρεπε να μείνω χωρίς χρήματα για να το καταλάβω. Μα η απώλεια της γυναίκας και των φίλων μου δεν ήταν τόσο άσχημο για μένα. Αντίθετα ευχαριστήθηκα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Γιατί έτσι κατάλαβα πως όλα αυτά ήτανε ψέμματα. Όχι λοιπόν στενοχώρια ή λύπη. Όχι. Τίποτα τέτιο δεν ένιωσα. Αν το 'λεγα αυτό στη Μαντλέν ούτε κι αυτή δε θα το καταλάβαινε. Όμως έτσι είναι. Το μόνο που ένιωσα ήτανε μια απογοήτευση. Ένα κενό. Ξαφνικά όλα έγιναν μακρινά, άγνωστα, ξένα. Ήταν σαν να βρέθηκα σε μιαν άλλη έποχή, εκατό χρόνια πριν ή μετά από το σήμερα, μιαν εποχή όπου κανέναν δε γνώριζα και δε με γνώριζε κανείς. Μόνος. Χωρίς ρίζες, χωρίς συνέχεια.
Τι έπρεπε να κάνω; Ν' αρχίσω πάλι από την αρχή; Να φτιάξω φίλους πάλι; Νέες γνωριμίες; Να κάνω πάλι τις ίδιες ενέργειες; Μα έτσι θα κατάληγα στο ίδιο αποτέλεσμα. Κάποιο εργοστάσιο πάλι, χρήμα πολύ πάλι, κάποια Ρόζα πάλι, πάλι μια ζωή βουτηγμένη στο ψέμμα.
Μα έπρεπε αυτό να το κάνω; Έπρεπε να δεχτώ ότι αυτή είναι η ζωή; Το ψέμμα και η υποκρισία; Αν ήταν έτσι τι ωφελεί να έχουμε μέσα μας κάτι που να μας λέει ότι αυτό δεν είναι το σωστό; Που μας λέει ότι όχι το κρυμμένο μίσος αλλά η φανερή αγάπη είναι ο προορισμός μας;
Αν έπρεπε να ζούμε μια ζωή αταίριαστη με ότι μέσα μας φωνάζει και επαναστατεί, τότε γιατί αυτή η επανάσταση;
Ήρθα λοιπόν και κλείστηκα εδώ. Μακριά από όλους όσους προσποιούνταν πως μ' αγαπούν. Ηρθα με όλα μου χαμένα και μόνο με μιαν ελπίδα-πως ίσως πριν να έρθει ο θάνατος θα έρθει η αγάπη. Πως ίσως να έβρισκα εκείνο που μόνον αυτό αξίζει να δώσει ο άνθρωπος κι αυτό να πάρει και που όταν το νιώσει, τότε μόνο μπορεί να πει πως η ζωή του έχει κάποιο σκοπό.
Είχε έρθει η ώρα για μένα να κάτσω και να συλλογιστώ. Και τότε είδα πως τα παλιά τα μέτρα δεν μου ταιριάζουν πια. Ήταν ανάγκη για νέα. Κι αυτά ήταν για μένα η παραίτηση και η αναμονή.Η παραίτηση από τη ζωή και η αναμονή για αγάπη ή για θάνατο. Μόνο που τώρα η αγάπη έπρεπε να 'ρθει μόνη της σε μένα κι όχι εγώ να την αναζητήσω. Γιατί πολλά της μοιάζουν και μπορεί να λάθευα και πάλι.
(χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Ο Τομ βγαίνει και μπαίνει πάλι κρατώντας μιαν ανθοδέσμη. Την τοποθετεί στο ανθοδοχείο)
Και να που δεν περίμενα πολύ. Ήρθε σε μένα η αγάπη. Ήρθε με τη μορφή της Μαντλέν. Της Μαντλέν που μ' αγάπησε για ό,τι είμαι. Όλα τώρα αλλάζουν. Τώρα θα ζήσω κι εγώ. Που θα πει θ' αγαπιέμαι. Πενήντα χρόνων όνειδος έσβυσαν σε μια στιγμή αγάπης. Και ό,τι ακολουθήσει θα ’ναι ο θρίαμβος της ζωής. Θα ναι η ζωή μετουσιωμένη σε αγάπη. Πέτρα, θα ζήσω!
(αρχίζει να περπατεί στο δωμάτιο)

ΠΕΤΡΑ (ΠΕΤ)
Είσαι βέβαιος για όσα λες;
(ο Τομ στέκει λίγο ακίνητος,ύστερα στρέφει και κοιτάζει την πέτρα)

ΤΟΜ
Ώστε μιλάς;..

ΠΕΤ
Ώστε μ' άκουσες;..

ΤΟΜ
(πλησιάζει στην πέτρα)
Θέλεις να πεις ότι μου έχεις ξαναμιλήσει;

ΠΕΤ
Κάθε φορά που μου μιλούσες σου απαντούσα. Μα συ δε μ' άκουγες. Και τότε σώπαινα. Ήξερα ότι δεν είχε έρθει η ώρα μου ακόμα και σταματούσα. Και μόνο σ' άκουγα.

ΤΟΜ
Το ένιωθα! Ό,τι μ' έσπρωχνε να σου μιλώ μου 'λεγε πως δεν μπορεί,έπρεπε να αιστάνεσαι. Το 'νιωθα. Η συντροφιά σου μου απάλυνε πολλές φορές τη δυστυχία. Και τι που δεν έχει ψυχή μπορεί να απαλύνει τη δυστυχία;

ΠΕΤ
Ξέρω τον βαθύ σου πόνο κάθε που σε πρόδιναν. Ξέρω τη χαρά σου όταν τελείωνες ένα ωραίο σου ποίημα.

ΤΟΜ
Λοιπόν καλά με ξέρεις. Μα πες μου, τι θέλεις να μάθεις από μένα; Κάτι με ρώτησες.

ΠΕΤ
Σε ρώτησα αν πιστεύεις όσα μου είπες. Πως η Μαντλέν σ' αγαπάει και πως όλα θα είναι καλά από δω και πέρα στη ζωή σου γιατί αυτή σ' αγαπάει.

ΤΟΜ
Σου τα 'χω πει όλα για κείνη, ξέρεις και μένα. Είμαι φτωχός και της έχω πει πως δε θα επιδιώξω να κερδίσω χρήματα στο μέλλον εκτός από όσα χρειάζονται για μιαν ήσυχη ζωή. Παρόλαυτά επιμένει να θέλει να μείνει μαζί μου για πάντα. Τι άλλο θα την έσπρωχνε σ' αυτό αν όχι η αγάπη-η πραγματική αγάπη; Η Μαντλέν αγαπάει εμένα και όχι τα χρήματα που δεν έχω.

ΠΕΤ
Ξέρεις πολλές τέτιες περιπτώσεις η γυναίκα ν' αγαπάει έναν άντρα που δεν έχει να της προσφέρει τίποτα;

ΤΟΜ
Η Μαντλέν δεν είναι σαν τις άλλες γυναίκες. Έχει ψυχή ευγενική. Είναι σταθερή στα αισθήματα της. Ποτέ δεν έχει άλλοτε αγαπήσει. Και δεν είναι κανένα κοριτσάκι άμυαλο. Είναι γυναίκα εικοσιοχτω χρονών. Τι έχεις να πεις λοιπόν;

ΠΕΤ
Θέλω να δω ως πού μπορεί να φτάσει η αυταπάτη σου. Θέλεις να πιστεύεις πως βρήκες την αληθινή αγάπη. Και το χειρότερο ότι τη βρήκες σ' έναν άνθρωπο.

ΤΟΜ
Μήπως μιλάμε την ίδια γλώσσα αλλά δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο; Πώς μπορώ να σου δώσω να καταλάβεις ότι η Μαντλέν δεν έχει άλλο σκοπό στη ζωή της από μένα; Ότι θα 'θελε να μην κοιμάται αν ήτανε δυνατό, για να μπορεί να με βλέπει  συνέχεια; Να με βλέπει, να με ακούει, να με αισθάνεται;  Πως από τότε που με γνώρισε δε ζει παρά όταν βρίσκεται κοντά μου; Πως μ' αγαπάει πραγματικά;
ΠΕΤ
Έχεις δίκιο σ' αυτό που είπες για τη γλώσσα. Με τη γλώσσα την ανθρώπινη δεν μπορεί να υπάρξει συνεννόηση. Μα συ δεν ξέρεις τη δική μου γλώσσα και είμαι υποχρεωμένη να μιλώ με τη δική σου. Και μ' αυτό το όπλο πρέπει να προσπαθήσω να σε κάνω να δεις την αλήθεια. Θα στο πω λοιπόν έτσι: η Μαντλέν σ' αγαπάει αλλά δε σ' αγαπάει πράγματικά.

ΤΟΜ
Η Μαντλέν μ’ αγαπάει αληθινά. Κι αν δε συμφωνείς μ' αυτό, κανείς δεν πρόκειται να λύσει τη διαφορά μας τώρα. Μόνο όταν, χρόνια μετά, δεις πως η Μαντλέν είναι ίδια όπως τώρα στην αγάπη της για μένα, τότε θα πειστείς πως ήτραν άδικα όσα τώρα λες γι αυτήν.

ΠΕΤ
Σκέφτηκες ότι εκείνο που την έφερε κονιά σου είναι τα ποιήματα που γράφεις;

ΤΟΜ
(αμέσως, σαν να ήιαν προετοιμσμένος για μια τέτοιαν ερώτηση)
Και βέβαια της αρέσουν τα ποιήματα μου. Και το λέει. Μα θα ήτανε φριχτό να υποθέσεις πως μόνο γι αυτά βρίσκεται κοντά μου.
(Στέκει. Σιγά)
Ναι, της αρέσουνε. Τα νιώθει. Τα αιστάνεται. Τα ζει. Μπορώ να πω... τ' αγαπάει...

ΜΑΝ
Είπες τη λέξη. Η Μαντλέν αγαπάει τα ποιήματα σου κι όχι εσένα.

ΤΟΜ
Όχι! Όχι!

ΠΕΤ
Γιατί ταράζεσαι; Αφού η Μαντλέν αγαπάει εσένα, τότε θα σ' αγαπούσε ακόμα κι αν δεν έγραφες.
Και αυτό μπορούμε να το δούμε χωρίς να περιμένουμε χρόνια. Δοκίμασε τη Μαντλέν.
Αφού δεν πείθεσαι σε μένα, πίστεψε αυτήν.
Προετοιμάσου όμως-σκέψου πώς θα το κάνεις γιατί όπου να ΄ναι έρχεται.

ΤΟΜ
Ξέρεις καλά τι θα της πω. Ξέρεις καλά το σχέδιο που γεννήθηκε αυτή τη στιγμή στο μυαλό μου γιατί εσύ το κάρφωσες εκεί. Όμως θα δεις μονάχη το λάθος που κάνεις. Θα δεις μονάχη σου πως άλλην ζητάς κι όχι εκείνη που σε λίνο θα έρθει εδώ.
(χτύποι στην εξώπορτα)
Εμένα αγαπάει η Μαντλέν και όχι τα άσημα, φτωχά ποιήματα μου.
(ταχτοποιεί τα μαλλιά του και βγαίνει)

ΜΑΝ
(η φωνή της)
Ήρθα!

ΤΟΜ
(η φωνή του)
 Καλώς την. Έλα.
(μπαίνουν)

ΜΑΝ
Κάνει κρύο έξω...

ΤΟΜ
(της πιάνει τα χέρια)
Και μέσα όσο έλειπες. Δώσε μου τα χέρια σου να τα ζεστάνω.

ΜΑΝ
(χαρούμενα έκπληκτη)

Πώς βρέθηκαν εδώ αυτά τα λουλούδια;

ΤΟΜ
Ήρθαν όταν έφυγες. Μπήκαν ζητώντας τη βασίλισσα τους που ήταν, λένε, εδώ. Τους έλειψε. Τρεις μήνες τώρα ζουν χωρίς χαρά. Τα ρώτησα το όνομα της βασίλισσάς τους και μου είπαν το δικό σου. Τα κράτησα για να σε δουν.

ΜΑΝ
Α! Τι ωραίο παραμύθι!
Ευχαριστώ και σένα και τους υπηκόους μου. Και ούτε θέλω να μου πεις την αλήθεια. Όμως θέλω να μου κάνεις μια χάρη για να μου δείξεις γι άλλη μια φορά πως μ’ αγαπάς. Θελω την ιστορία που μου είπες με τα λουλούδια να την κάνεις ένα ωραίο ποιηματάκι και να μου το χαρίσεις.

ΤΟΜ
Μαντλέν, πρέπει να τελειώσει αυτή η ιστορία με τα ποιήματα. Τα ποιήματα αυτά δεν είναι δικά μου.

ΜΑΡ
"Τα ποιήματα δεν είναι δικά μου";.. Τι εννοείς; Ποια ποιήματα;

ΤΟΜ
Όλα αυτά τα ποιήματα. Δεν είναι δικά μου-δεν τα έγραψα εγώ.

ΜΑΝ
Τι αστείο είναι αυτό; Άλλο ένα παραμύθι σου όπως αυτό με τα άνθη, ε;.. Όμως αυτό δε μου αρέσει όπως εκείνο.

ΤΟΜ
Δεν είναι παραμύθι Μαντλέν. Τα ποιήματα δεν είναι δικά μου. Γι αυτό μη μου ζητάς να σου γράψω τίποτα. Δε θα μπορέσω γιατί ποτέ μου δεν έχω γράψει ένα ποίημα. Ας μην ξαναμιλήσουμε για το θέμα. Θα τα μαζέψω όλα και θα τα κλειδώσω στο μπαούλο που είναι η θέση τους.

ΜΑΝ
Εξήγησε μου σε παρακαλώ. Τι σημαίνει τα ποιήματα δεν είναι δικά σου; Πες μου πως είναι αστείο αυτό.

ΤΟΜ
Δε θα πω ότι είναι αστείο γιατί δεν είναι. Μα τι έπαθες; Τόσο σπουδαίο είναι αυτό;

ΜΑΝ
Αν δεν είναι δικά σου τίνος είναι;
(Μην μπορώντας να το πάρει στα σοβαρά)
Αστεοεύεσαι ε;

ΤΟΜ
Έχω ένα φίλο. 'Έγραφε ποιήματα. Πριν τρία χρόνια έφυγε για την Αμερική. Πούλησε όλα τα υπάρχοντα του κι ένα πρωί πήρε το αεροπλάνο. Πριν φύγει μου άφησε όλα τα τετράδια με τα ποιήματά του. Ήξερε πώς εδώ θα 'ναι ασφαλισμένα. Δεν ήθελε κανείς να γνωρίζει ότι γράφει. Ούτε εγώ το ήξερα ως τότε. Του υποσχέθηκα να τα φυλάξω χωρίς κανείς να τα δει. Έκανα μια εξαίρεση για σένα, λέγοντάς σου κιόλας πως πρόκειται για δικά μου έργα. Ήτανε μια αδυναμία μου ίσως. Και είναι αλήθει ότι κολάκευε τη ματαιοδοξία μου να φαντάζω για ποιητής. Έλα...σε βλέπω σοβαρή και δε μου αρέσεις έτσι. Συχώρεσέ μου το μικρό αυτό ψέμμα-εξάλλου σ' άρεσαν τα ποιήματα και σένα. Ξέχνα όλη την ιστορία κι έλα να σχεδιάσουμε το βράδυ μας.

ΜΑΝ
Γι αυτό δεν ήθελες να τα εκδώσεις. Γι αυτό δεν ήθελες να σου μιλάω γι αυτά. Και νόμιζα πως ήτανε από μετριοφροσύνη. Γι αυτό τα έκρυβες από όλους.
ΤΟΜ
Γι αυτό. Μου αρέσουν όμως και μένα όπως αρέσουν και σε σένα. Όταν τα διάβασα κατάλαβα πως κάτι λίγο έχω να κάνω κι ενώ μ' αυτά. Βέβαια είμαι ανίκανος να γράψω κάτι, μα τα νιώθω τα ποιήματα αυτά.

ΜΑΝ
Ένας φίλος λοιπόν. Και μ' άφηνες να νομίζω πως
είναι δικά σου...

ΤΟΜ
Μαντλέν μη θυμώνεις. Πες πως ήτανε απερισκεψία, ή έστω ένα κακόγουστο αστείο. Όμως αλήθεια ούτε πέρασε από το μυαλό μου πως θα ήταν αυτό κάτι άσχημο η σοβαρό.

ΜΑΝ
Και άσχημο και σοβαρό είναι.

ΤΟΜ
Μαντλέν, έχουμε θυμώσει πάλι ο ένας με τον άλλο. Και θα θυμώσουμε κι άλλες φορές-όλα τα ζευγάρια δε μαλώνουν πότε πότε; Έλα όμως τώρα, μην αφήνεις κάτι ασήμαντο που το νομίζεις σημαντικό να χαλάει τη βραδιά   μας. Έλα, χαμογέλασε πάλι.!..

ΜΑΝ
Όλοι αυτοί οι ωραίοι στίχοι, όλες αυτές οι όμορφες συνθέσεις που τόσο μ' άρεσαν,δεν είναι δικές σου. Αυτά τα πάθη και τα αισθήματα δεν έβγαιναν από την ψυχή σου. Ό,τι έβλεπα πάνω στο χαρτί δεν ήταν δικές σου σκέψεις και οράματα. Τι ξέρω εγώ λοιπόν για σένα; Σε ποιον εγώ πήγα κι έπεσα στα πόδια του μπροστά σκλάβα του να με κάνει κι ερωμένη του; Τι κρύβεις στην ψυχή σου; Ό,τι είχα αγαπήσει τώρα κόβεται και πέφτει μες στη λάσπη. Και πρέπει να βρω κάτι άλλο ν' ακουμπήσω πάνω του.

ΤΟΜ
Βλέπω η αγάπη σου δεν είχε αντικείμενο εμένα αλλά τα ποιήματα. Ποιος κοροϊδεύε λοιπόν ποιον; Οταν μου 'λεγες ότι μ' αγαπάς πώς θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω πως θα 'ρχονταν στιγμή να μάθω πως δεν αγαπούσες εμένα αλλά αυτά τα χαρτιά με τα καλά ή άσχημα ποιήματα;

ΜΑΝ
Όλοι αγαπάνε γιατί βρίσκουν στον άλλο κάτι ν' αγαπηθεί. Κι εγώ δε σε αγάπησα για άλλο παρά γιατί η ποίηση νόμιζα ότι μου ’δείχνε την ψυχή σου. Τι θα 'τανε καλλίτερο; Να έλξει ένας άντρας μια γυναίκα με τα χρήματα του ή με της ψυχής του το κάλλος; Και ποια γυναίκα εσύ θα εκτιμούσες περισσότερο;

ΤΟΜ
Φού με ρωτάς θα σου απαντήσω. Θα εκτιμούσα περισσότερο τη γυναίκα που θα 'ρχόταν κοντά μου χωρίς να ψάξει να βρει πρώτα κάτι που θα της άρεσε σε μένα. Τη γυναίκα που θα με δέχονταν όπως είμαι, τη γυναίκα που θαρχόνταν κοντά μου όπως το κύμα πάει στην αμμουδιά. Αρώτητα, ανεξέταστα, οριστικά. Δεν ήθελα ν' αγαπηθώ για ό,τι φτιάχνω ή για ό,τι είμαι, αλλά μόνον επειδή είμαι, επειδή μόνον υπάρχω. Χρωστώ ν' αγαπηθώ μόνο γιατί υπάρχω. Έτσι νόμιζα πως μ' είχες αγαπήσει.

ΜΑΝ
Μα αυτό είναι ένα ένστικτο τυφλό που δεν ταιριάζει σε ανθρώπους. Νόμιζα πως σ' ήξερα. Όμως τώρα βλέπω ότι δε σε ξέρω. Για μένα είσαι ένας άγνωστος από τους τόσους που συναντώ κάθε μέρα στο γραφείο, στο δρόμο. στο σινεμά.

ΤΟΜ
(στον εαυτό του)
Πόσο γελάστηκα αλήθεια! Κι αλήθεια είναι άφταστη η αγάπη.

ΜΑΝ
 Τομ πρέπει να φύγω. Αύριο θα σηκωθώ νωρίς.

ΤΟΜ
Πήγαινε Μαντλέν. Ξέρω-η δουλειά δεν περιμένει. Η ζωή δεν περιμένει. Πήγαινε.

ΜΑΝ
Γεια σου.

ΤΟΜ
Γεια σου.
(η Μαντλέν βγαίνει. Στην πέτρα)
Έχεις δίκιο λοιπόν. Μα κι εγώ θα μπορούσα ν' αρκεστώ σε ό,τι βρήκα-ή σε ό,τι με βρήκε. Η ζεστή συντροφιά της μέσα στο κρύο της νύχτας... Η καλοσύνη της... το ενδιαφέρον της για μένα... Τι άλλο θα 'πρεπε να βρω για να μ' αρέσει; Πως της άρεσαν τα ποιήματα δεν είναι αυτό μία απόδειξη για τη λεπτότητα της ψυχής της; Βρήκε μόνη της τον κρίκο που θα μας ένωνε πέρα από τα προβλήματα της ' καθημερινότητας. Μήπως εγώ αλήθεια ζητάω κάτι άφταστο; Κάτι αδύνατο; Κάτι φανταστικό;
(δυνατά)
Σε σένα μιλάω! Δε μ' ακούς; Μίλησε μου! Τώρα είσαι υποχρεωμένη να μου μιλήσεις!

ΠΕΤ
Ψάχνω να βρω λέξεις που να σημαίνουν. Όμως δεν υπάρχουν. Σε βλέπω ταραγμένον. Έχεις χάσει τη στωικότητά σου. Ήρθες εδώ περιμένοντας το θάνατο ή την αγάπη. Δεν ήρθε η αγάπη-θα 'ρθει ο θάνατος. Όλα γίνονται σύμφωνα με το σχέδιο σου. Γιατί τώρα δείχνεις να φοβάσαι ό,τι πριν ήταν νια σένα το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο:

ΤΟΜ
Δεν είναι φόβος. Είναι που τώρα ξέρω πως τίποτα δεν έχω να ελπίζω. Είναι που πρέπει τώρα η ζωή μου αδίκιωτη να σβήσει. Όμως τότε γιατί ερχόμαστε στον κόσμο; Και γιατί μια φωνή μέσα μας στριγγλίζει, ουρλιάζει, σκούζει ζητώντας εκείνο που θα πρέπει να της δώσουμε για να ησυχάσει; Τι πρέπει να ταϊστεί το θεριό για να σωπάσει; Άλλοι του δίνουν χρήματα. Άλλοι δόξα. Κάποιος που γνώριζα έκανε συλογή γραμματοσήμων. Με επιμέλεια, με τάξη, με πάθος και συνέπεια μάζευε σ' όλη του τη ζωή γραμματόσημα. Τα είχε βάλει σε ειδικά τετράδια και κουτιά μέσα. Τα έβλεπε κάθε τόσο καί τα λάτρευε. Κι έλεγε πως αυτός είναι της ζωής του ο σκοπός και ο προορισμός-να βάζει σε τάξη εκείνα τα μικρά χρωματιστά χαρτάκια. Όταν πέθανε, οι συγγενείς του βρήκαν μέσα στη συλλογή ένα σημείωμα. Έλεγε: "Αυτό ήταν το ψέμμα που με βοήθησε να ζήσω." Έπρεπε μήπως κι εγώ να κρατήσω το ψέμμα μου-τη Μαντλέν- και να ζήσω μαζί του;

ΠΕΤ
Όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα ψέμμα για να ζήσουνε μ' αυτό. Αλλιώς η ζωή δεν κυλάει. Για τους ανθρώπους μόνο να το καταλάβουνε αυτό είναι ένα κατόρθωμα. Είναι μια νίκη να νιώσουν πως ζούσαν μ' ένα ψέμμα-πως το ψέμμα υπηρετούσαν στη ζωή τους όλη.
Το κατοπινό βήμα είναι το δύσκολο. Είναι ν' αρνηθεί κανείς το ψέμμα, δηλαδή την ελπίδα, και σκοπός να γίνει της ζωής του όχι πια το ανέβασμα σε μια κορυφή από τις τόσες χαμηλές που υψώνονται γύρω στους ανθρώπους, δίνοντάς τους την ψευδαίσθηση του ύψους, αλλά το ανέβασμα εκεί όπου ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να φτάσει. Το ανέβασμα στην κορυφή που δεν τη φτιάχνουν βράχια και πέτρες, παρά ιδέες πιο κοφτερές κι από μαχαίρι, οράματα πιο καφτερά κι από φωτιά. Στην κορυφή που η παραίτηση φτιάχνει ένα ευφρόσυνο ανάκλιντρο για κείνον που θα έφτανε εκεί. Εκεί που αυτός έπρεπε να είναι καθενός ανθρώπου ο στόχος αν θέλει να λέγεται άνθρωπος.

ΤΟΜ
Έτσι που σε ακούω να μιλάς είναι σαν να ακούω τη σκέψη μου ειπωμένη με το δικό σου στόμα. Μήπως δε μου μιλάς εσύ αλλά κουβεντιάζω με τον ίδιο μου τον εαυτό που είναι μοιρασμένος ανάμεοά μας;

ΠΕΤ
Εκεί ψηλά που βρισκόμαστε δε μετράει αν μιλώ εγώ η η σκέψη σου. Όταν κανείς φτάνει ν' αρνηθεί και την ελπίδα, πολλά μπορούν να συμβούν. Τα παραμύθια τότε ζωντανεύουν και ο κόσμος γίνεται τόσο μικρός που χωράει μες στο ένα σου το χέρι. Ο άνθρωπος γίνεται μεγάλος και δυνατός τότε.

ΤΟΜ
Δεν περίμενα πως κάποτε θα μου μιλούσες. Μα να! Μου μιλάς!  Όχι μόνο αισθάνεσαι αλλά μου μιλάς. Και εγώ στέκω μπροστά σου, ξένος για κάθε άνθρωπο, ξεκομμένος από κάθε ελπίδα, γυμνός από κάθε ψευδαίσθηση, μόνος εγώ και γύρω μου ο κόσμος όλος. Και για μια φορά ακόμα σου μιλώ. Σε μια νέα βρίσκομαι αρχή. Ως και τα ερείπια που άφησα πίσω μου, δεν είναι πια δικά μου. Αναστηλώθηκαν ξανά, και γίναν νέες ψευδαισθήσεις για τους επερχόμενους. Και εγώ πρέπει πάλι να διαλέξω. Και όπως πάντοτε προστρέχω σε σένα. Σε σένα που ακούς με ανιδιοτέλεια, σε σένα που μου ήσουν πάντα ο φίλος ο απροσποίητος. Σε σένα που όλα ξέρεις τα μυστικά μου χωρίς ποτέ γα με προδώσεις ή να με αρνηθείς. Σε σένα πάλι έρχομαι, σου ανοίγω τη φωτιά που με καίει και ζητώ βοήθεια πάλι.

ΠΕΤ
Δε θέλεις βοήθεια Τομ. Στο δρόμο που ακολουθείς δε σε βοήθησα ποτέ. Μόνο βρισκόμουν δίπλα οου, όμως χωρίς να παίρνω μέρος σε καμμιά σου μάχη-σε κανέναν αγώνα σου. Κι αν νομίζεις ότι από μένα αντλούσες δύναμη και θάρρός, κι αν κοντά μου έβρισκες το δρόμο που έπρεπε να τραβήξεις,εγώ δεν έκανα τίποτα για να σε πείσω ή να σε οδηγώ. Δικό σου ήταν το διάλεγμα του δρόμου. Το πως βρεθήκαμε κι οι δυο μας χέρι χέρι στον ίδιο δρόμο, δική σου ήταν επιλογή. Μέσα σου είχες από τότε αιιοφασίσει. Χωρίς να το ξέρεις ακόμα. Χωρίς να παίρνει μορφή, μια σκέψη κρυφή σου έδειχνε το δρόμο που έφερνε σε μένα. Γιατί εγώ είμαι ό,τι πάντα ζητούσες. Είμαι εγώ ο άσφαλτος δρόμος που οδηγεί στην αγάπη την πέρα από την ελπίδα. Με σμίλεψε η ίδια η μοναδική αυτή αγάπη, που το ποτάμι της κυλάει μακριά από ό,τι θέλει, από ό,τι ζητάει, από ό,τι επιθυμεί. Κυλάει μακριά από κάθε σκότος, μακριά από κάθε έλλειψη η συνήθεια. Μακριά από κάθε εγώ και κάθε εσύ.
Μέσα στη ζέστα και στο φως κυλάει το ποτάμι της αγάπης το μεγάλο. Είμαι κομμάτι από το ίδιο εκείνο το ποτάμι. Είμαι φτιαγμένη από του ποταμιού εκείνου τις αγκαλιές και τα γυρίσματα. Μέσα μου βοά όλη η δύναμη και η ορμή του. Όλη η ατέλειωτη και η ανάρχιστη ύπαρξη του μέσα μου εκστασιάζεται. Σταλιά σταλιά, σπειρί σπειρί, με αβίαστη υπομονή το ποτάμι ανώδυνα με γεννούσε. Και μέσα μου κλείνω το ποτάμι εκείνο. Κάθε μου ίχνος μια περιστροφή του. Κάθε μου απειροελάχιστη μετακίνηση μια βαθιά του δίνη.
Έτσι πλαστήκαμε όχι μόνον εγώ μα πολλές μικρές αγάπες, κομμάτια του μεγάλου εκείνου ποταμού. Και βρισκόμαστε παντού. Και πλάϊ μας ο βούρκος της ανθρώπινης ύπαρξης, γεμάτος μίσος. Και δεν μας αγγίζει. Δεν μας σπιλώνει. Για μας όλα αυτά είναι ένα ασήμαντο, μικρό περιστατικό χαμένο μέσα στην πολλαπλότητά μας.
Ο θάνατος λένε, ένα ένα τα μικρά θύματα του τ ' αποθέτει στο μεγάλο ποτάμι μέσα.
Μα η τιμή ανήκει σε κείνον που ξέρει πως υπάρχει το ποτάμι αυτό και σκοπό της ζωής του βάζει να το βρει και να πέσει μέσα του μόνος του, πριν ο θάνατος πάρει την τιμή πως αυτός εκεί τον οδήγησε-σε κείνον που ποθεί ζωντανός ακόμα να λουστεί στα νερά του, να ίνει ένας ήχος απαλός στο πανάρχαιο τραγούδι του, να γίνει ένα φύλλο τρυφερό στο απέραντο δάσος του.
Και είσαι συ ο αρνητής της ζωής που γυρεύεις στον κόσμο της ανέφελης αιωνιότητας να μπεις. Και ειμ' εγώ εδώ κοντά σου και σε περιμένω. Η μέχρι τώρα ζωή σου δεν ήταν παρά η πορεία προς ό,τι η βαθιά σκέψη σου κρυφά σε οδηγούσε. Όσα έζησες ως τώρα και ό,τι κουβαλούσες μαζί σου, δεν ήταν παρά σκουπίδια και βρωμιά από το βυθό, πουφεύγανε από πάνω σου καθώς ανέβαινες. Και έφτασες στον αφρό, έφτασες στην επιφάνεια αγνός και καθαρός και ανεμπόδιστος για να δεις καθαρά. Έμαθες όλα όσα πρέπει να μάθει άνθρωπος. Κι όλα τα γνώρισες. Πλήρωσες ακριβά, μα έμαθες πως οι άνθρωποι δεν μπορούν ν' αγαπούν. Μα να-η αγάπη που ζητούσες ήταν κοντά σου, δίπλα σου-ήμουν εγώ με τις ψυχρές μου κυρτότητες, με το γκριζόασπρο χρώμα μου, με το βάρος και τη στιλπνότητά μου. Και περίμενα. Περίμενα να εξαντλήσεις όλες τις πιθανότητες.  Να χάσεις κάθε ελπίδα. Να μείνεις μόνος. Περίμενα να μάθεις μόνος πως ό,τι ζητάς δε θα το έβρεις στους ανθρώπους. Τώρα ανάγκη γι άλλο ψάξιμο δεν έχεις.

ΤΟΜ
Όταν λοιπόν όλα τα χάνω,τα βρίσκω όλα; Τώρα που όλα φαίνονται να τελειώνουν, τώρα όλα
αρχίζουν; Ολόκληρη η ζωή δεν ήταν λοιπόν παρά μια παρέκβαση προσωρινή, μια στιγμή οδύνης μέσα στην παντοτινή χαρά; Ναι. Καταλαβαίνω τωρα-έπρεπε να υπάρξει ο Άνθρωπος. Έπρεπε και από τη θέση αυτή να βρεθεί ο Δρόμος. Έπρεπε κάποιος να μπορέσει να διακρίνει-να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμμα, να γνωρίσει
όλες τις πτώσεις και όλες τις πνόδους, να εξερευνήσει κάθε άγνωστο. Έπρεπε κάποιος να καταλάβει πως αγάπη δεν μπορείς να βρεις στους ανθρώπους. Πως ο εγωισμός δε συμβιβάζεται. Ότι η εκπλήρωση του προορισμού του από τον άνθρωπο είναι ακατόρθωτη. Πως τη λύτρωση της αγάπης τη βρίσκει κανείς έξω από τους ανθρώπους-όπως εγώ τη βρήκα σε σένα: σε μια πέτρα-μέσα στο βάρος και την ακινησία της.
Κι αλήθεια, η φωνή που με ξέσχιζε μέσα μου,τώρα σωπαίνει. Ηρεμεί κι αυτή κι εγώ μαζί της. Το θηρίο δεν ουρλιάζει πια.Στερημένο από την τροφή που είχε άφθονη ως πριν λίγο-από την ελπίδα, πεθαίνει τώρα. Κιόλας οι σκουξιές του δεν ακούγονται. Αντίς γι αυτές μια γλυκιά σιωπή παίρνει τη θέση τους.

ΠΕΤ
Και μέσα σ' αυτή τη σιωπή,σε λίγο άλλοι ήχοι θα ακουστούν. Ήχοι που θα γεμίσουν τον γύρω αγέρα αρμονία και έκσταση. Ήχοι από το ταιριαστό κύλισμα  του ποταμού της ατέρμονης αγάπης. Τότε θα γίνεις και συ ήχος και ποτάμι και νερό και κύλισμα. Κι εγώ θα 'μαι μαζί σου.

ΤΟΜ
Και ό,τι ως τώρα ποθούσα θα είναι για πάντα δικό μου. Κι εγώ για πάντα δικός του.

ΠΕΤ
Θα έρθεις μαζί μου εκεί που από καιρό θέλησες να είσαι. Μακριά από τούς ανθρώπους, μακριά από τις υποκρισίες και τα μίση-μακριά από τη δυστυχία. Ό,τι πολύ επεθύμησες και δεν το βρήκες μέχρι τωρα, σε περιμένει εκεί που εμόχθησες και διάλεξες να πας.

ΤΟΜ
Και είσαι συ που εκεί θα μ' οδηγήσεις. Και είσαι συ  που θα με πας στο ποθητό ακρογιάλι. Που θα με σεργιανίσεις μέσα στις σκιερές δεντροστοιχίες με τις πεταλούδες. Που θα πάρεις ό.τι ανθρώπινο από μένα και θα το ανυψώσεις στην πρωτινή και ύστατη του αρμονία.
ΠΕΤ
Ναι. Εγώ. Εγώ που απωθώντας άλλες ηδονές εζύγισα με τ' ανθρώπινα μέτρα το βάρος και τη γνώση μου. Εγώ που σου απλώνω τώρα τα χέρια μου και σε καλώ να 'ρθείς. Εγώ η ίδια η αγάπη είμαι και θα σε πάω στις πηγές μου. Και συ είσαι το ακρογιάλι το ποθητό και η σκιερή δεντροοτοιχία. Και θα 'μαοτε ο ένας μέσα στον άλλο. Για πάντα. Έλα λοιπόν... πλησίασε… αποχαιρέτα τη ζωή αυτήν και έλα... τα χέρια μου πρθάνοιχτα σε καρτερούν.

ΤΟΜ
Κι εγώ απλώνω σε σένα τα δικά μου...
(τα φώτα σβύνουν αργά. Σκοτάδι. Όταν ξανανάβουν, δυο πέτρες βρίσκονται δίπλα δίπλα στο πάτωμα. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν η ιδιοκτήτρια, ο Άντρας και η Γυναίκα)

ΙΔΙΟΚΤΗΤΡΙΑ (ΙΔΙ)
Αυτό είναι το διαμερισματάκι. Η κουζίνα του... το χωλ...

ΑΝΤΡΑΣ (ΑΝΤ)
(στη γυναίκα)
Είναι πολύ μικρό-όχι; Τι λες αγάπη μου;

ΓΥΝΑΙΚΑ (ΓΥΝ)
Μωρό μου, μπορούμε να βολευτούμε για λίγο διάστημα.
(στην ιδιοκτήτρια)
Πόσο στοιχίζει;

ΙΔΙ
Διακόσα φράγκα το μήνα μαζί με τα κοινόχρηστα.

ΑΝΤ
Κι αυτές οι πέτρες τι είναι;

ΙΔΙ
Τις βρήκαν εδώ οι εργάτες όταν ήρθαν να βάψουν το διαμέρισμα.
Τελευταία έμενε εδώ ένας παράξενος εργένης. Έφυγε ξαφνικά χωρίς ούτε να με χαιρετίσει. Τις κράτησα μήπως θα σας χρησίμευαν σε κάτι. Αν δεν τις θέλετε θα πω να τις πετάξουν. Τι αποφασίζετε λοιπόν: Θα το νοικιάσετε;

ΑΝΤ
Τι λες άγγελε μου; Να το πάρουμε;

ΓΥΝ
Ναι, ετσι λέω.

ΑΝΤ
(στην ιδιοκτήτρια)
Εντάξει. Τη Δευτέρα θα μετακομίσουμε.

ΓΥΝ
Και να πετάξετε τις πέτρες.

ΙΔΙ
Σήμερα κιόλας. Ελάτε... από δω... να υπογράψουμε τα συμβόλαια.
(Ανοίγει την πόρτα. Ο Άντρας και η Γυναίκα βγαίνουν. Η ιδιοκτήτρια ακολουθεί. Πριν κλείσει πίσω της την πόρτα γυρίζει και κοιτάζει τις πέτρες. Σιγά,μονολογώντας απορημένη)
Πότε κουβάλησε και τη δεύτερη;

ΑΥΛΑΙΑ

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Έργα του ίδιου στις διευθύνσεις:
1.    http://agrafivths.blogspot.com

Ο αυτόχειρας (μονόπρακτο)


2.    http://kthnvdia.blogspot.com

Η Βιβλιοθήκη-γιατί δεν άνοιξε (σατιρικό μονόπρακτο)


3.    http://pneymatoktonoi.blogspot.com

Απολιθώματα του παλαιοζωικού αιώνα(στίχοι)


4.    http://giortomeres.blogspot.com
α. Μέρες αφιερωμένες (στίχοι)
β. Πατρίδα (στίχοι)

5.    http://epeteiakos.blogspot.com
α. ΜΑΡΙΆΝΝΑ (θεατρικό)
β. God, Jerusalem, Jews (στίχοι στ’ Αγγλικά)

6.    http://dosilogismos.blogspot.com
 Γράμμα στην Ακαδημία και στο Υπουργείο Παιδείας (σάτιρα)

7.    http://pvrvmenoi.blogspot.com 
1.    Συνέντευξη με Φλωρίδη (σάτιρα)
2.    συζήτηση με Τατούλη (σάτιρα)
3.    Η συνεδρίαση (σάτιρα)

   8.  http://syneytyxhs.blogspot.com
Τριτογένεια (στίχοι)

9. http://euarmostos.blogspot.com
Πολυδέγμων (στίχοι)


10. http://lipokteanos.blogspot.com
Χαμένο (στίχοι)


11. http://tajifyllos.blogspot.com 
Το τρίτο βιβλίο (στίχοι)


12. http://lypisilogos.blogspot.com
Το εργοστάσιο (μονόπρακτο)

13.  http://koykoyloforoi.blogspot.com
Ύμνος κουκουλοφόρων (στίχοι)


14. http://dusolisthos.blogspot.com
 Η σφαίρα (μονόπρακτο)


15. http://pantogonos.blogspot.com
Αμβολογήρα (στίχοι)


16. http://pantarkhs.blogspot.com
Μαρία (μονόπρακτο)

17. http://diatranos.blogspot.com
 1. Χώρος (μονόπρακτο)
2. Εξομολογήσεις (εύθυμο μονόπρακτο)



18. http://argyreuths.blogspot.com
Το όνειρο (έμμετρο μονόπρακτο)


19. http://anarktos.blogspot.com 
Εριλή (έμμετρο μονόπρακτο)


20. http://prvtothroos.blogspot.com 
Λώθα (έμμετρο θεατρικό)


21. http://idanos.blogspot.com 
Ο βιασμός (μονόπρακτο)


22. http://polypistos.blogspot.com
Ο θρήνος (μονόπρακτο)


23. http://akataseistos.blogspot.com
Το ξύλο (μονόπρακτο)


24. http://kartellin.blogspot.com
Πολύφημος (έμμετρο μονόπρακτο)


25. http://mellouanatos.blogspot.com
Οι καταραμένοι (μονόπρακτο)


26. http://jexasmenos.blogspot.com 
Ο εθνάρχης (θεατρικό)


27. http://katarrevn.blogspot.com
Αμερικάνικα (στίχοι)


28. http://laurobios.blogspot.com
Ψυχή ή μετά μία επίσκεψη στο ελληνικό Προξενείο του Λος Άντζελες (στίχοι)


29. http://ycipnoia.blogspot.com
Οι πραγματικές ελληνίδες κουμουνίστριες (στίχοι)


30. http://askraios.blogspot.com 
2. Έργα και Ημέρες (δεκαπεντασύλλαβη μετάφραση του ομώνυμου έργου του Ησίοδου)


31. http://periklakos.blogspot.com 
1. ΔΊΝΑ ή ΔΕΊΝΑ (θεατρικό)
2. Ο επιτάφιος του επιτάφιου του Περικλή (πεζό)


32. http://dystyhellhn.blogspot.com
Ένα ματσάκι αγριολούλουδα από αυτά που φυτρώνουν πλούσια στην πατρίδα μας (στίχοι)


33. http://fagaideniko.blogspot.com 
Έλκος θανατηφόρο (ένα όχι καλό μονόπρακτο)


34. http://hliuiothta.blogspot.com
α. Ανίσα (μονόπρακτο)
β. Περιβαλλοντικά ή οι ηλίθιοι (πεζό)

35. http://empauhtikost.blogspot.com
 Τα άριμα ή Μπαλαρίνες (στίχοι)


36. http://diaskedastika.blogspot.com
Θάλεια (εύθυμοι στίχοι)


37. http://alejenas.blogspot.com
Αλέξανδρος Α΄ο Φιλέλλην (έμμετρο θεατρικό σε δεκαπέντε ανοίγματα)


38. http://realistikos.blogspot.com 
Η κοινωνία που έρχεται (διάλογος, πεζό)


39. http://asansoyori.blogspot.com 
Το ασανσέρ ή Η Κορίννα (μονόπρακτο)


40. http://prvtogonismos.blogspot.com 
Νικολίτσα (στίχοι)


41. http://polysyllektikadyo.blogspot.com
Ελλάδα, ο κατά φαντασίαν υγιής (η αλήθεια ωμή-πεζό)


42. http://trisanarithmos.blogspot.com 
α. Πόρνη ή η κατά Χολιαστόν Δημιουργία (έμμετρο θεατρικό, απόσπασμα)
β. Συμβούλιο Θεών (διάλογος, πεζό)
   
43. http://vraiopaghs.blogspot.com
Παλαίθετα Γ΄ (στίχοι)

44. http://mariakiouri.blogspot.com
Διάφορα Α΄
1. Ζωοφιλία (διάλογος)
2. Ο Καρυωτάκης και οι γυναίκες (πεζό)
3. Σύγχρονη αγάπη (έμμετρη σάτιρα)
4. Χριστός (πεζοποίημα)


45. http:// ntiferentsia.blogspot.com
Διάφορα Β΄
1. Ήλιος με χιόνι (διάλογος)
2. Πτίτσα  (ανάλυση μιας λέξης)
3. Ο μετεωρίτης (διάλογος)
4. Αναγνωστοπούλου Χριστίνα (πεζοποίημα)
5. Φλώρα ή Στο καλύβι (μονόλογος)

46. http://prvtoleios.blogspot.com 
Παλαίθετα Α΄ (στίχοι)


47. http://axerousios.blogspot.com 
Τα σονέτα της κυρίας Ρωρερκάρ (σονέτα)


48. http://palaiotata.blogspot.com
Παλαίθετα Β΄ (στίχοι)


49. http://prvikarpost.blogspot.com 
Σύμμικτα Γ΄ (στίχοι)


50. http://ceysistyj.blogspot.com 
Σύμμικτα Β΄ (στίχοι)


51. http://katabainvn.blogspot.com 
Ποιήματα της κυρίας Ρωρερκάρ


52. http://diaforetika.blogspot.com 
Διηγήματα
1. Τα χρέη
2. Έγκλημα στην επαρχία
3. Η μόνη (μέχρι τώρα) της ζωής μου περιπέτεια
4. Ο πολιτισμός αρχίζει από το λεωφορείο
5. Τζελσομίνα ή Το δικαίωμα στην αγάπη.


53. http://perivlepvn.blogspot.com 
Λούσυ (έμμετρο θεατρικό –σκηνή πρώτη)


54. http://palaioliuikos.blogspot.com 
από τα παλιά (τετράδιο πρώτο και δεύτερο-στίχοι)


55. http://eleyueros.blogspot.com
Γενικώς πολιτικά (πολιτική σάτιρα)


56. http://kryptoperigraptos.blogspot.com
(ιδέες και σχόλια-έμμετρα και πεζά)


57. http://sygkrathmenos.blogspot.com
Υποθήκες στα ελληνόπουλα (έμμετρο)


58. http://synidiokthths.blogspot.com 
Γκλέναρβον (στίχοι)


59. http://kioutahhs.blogspot.com
1. Η ζητιάνα (έμμετρο μονόπρακτο)
2. Ντόρα (στίχοι, αποσπάσματα)

60. http://apegnvsmenos.blohgspot.com
1. Βίκυ (στίχοι)
2. 2000 χρόνια χριστιανισμού
3. Αγαπητοί ισπανοί



61. http://rvmanikos.blogspot.com
1. Αγάπες και έρωτες (μονόπρακτο)
2. Ύμνοι Μεγάλης Παρασκευής (έμμετρη μετάφραση, αποσπάσματα)


62. http://prvikarpos.blogspot.com 
Σύμμικτα Α΄ (στίχοι)


63. http://leptognwmwn.blogspot.com 
Μαστρόπιον Ελλάς (πολιτική σάτιρα)


64. http://filogaios.blogspot.com 
 Έντορνα (στίχοι και πεζά)


65. http://pornofyllada.blogspot.com
Κύρια άρθρα «Καθημερινής»-κριτική


66. http://amfibioeidhs.blogspot.com 
Εξορίας Α΄ (στίχοι)


67. http://jegrammenos.blogspot.com
Εξορίας Β΄ (στίχοι)


68. http://polysyllektikaena.blogspot.com 
Υπολοιπόμενα πρώτο (στίχοι)


69. http://enuymhma.blogspot.com
Μορφές (στίχοι)


70. http://polysyllektikotria.blogspot.com 
1. Γένεση δεκαπεντασύλλαβη (έμμετρη μετάφραση, η πρώτη σελίδα)
2. Ιερεμίας δεκαπεντεσύλλαβος (έμμετρη μετάφραση, η πρώτη σελίδα)
3. Ένα παραμύθι
4. πρόεδρος δημοκρατίας
5. κάλαντα 2010 (σάτιρα)
6. Κάτι για πυρκαγιές και τα πορνοκανάλια

71. http://kekrymmenos.blogspot.com
1. Θρησκευτικά ποιήματα (στίχοι)
 2. Χριστούγεννα ώρα μηδέν (μονόπρακτο)

72. http://proeklogikos.blogspot.com
Παλιά προεκλογικά

73. http://plhuvrikos.blogspot.com
SCHERRY (στίχοι)

74. http://gerekakhs.blogspot.com
Αν-αδελφικά (στίχοι)
Ένας παράξενος άνθρωπος (μονόπρακτο)
Η τριανταφυλλιά (μονόπρακτο)

75. http://spartiatikoy.blogspot.com
Καραϊσκάκης (δύο μικρά αποσπάσματα από το οχτακοσίων ογδόντα σελίδων έργο-έμμετρο, έντεκα-και δεκαπεντασύλλαβο)

76. http://ajestanurvpoi.blogspot.com
 Όταν πέφτουνε οι μάσκες-πεζό



























Στα παρακάτω δέκα τέσσερα μπλογκς θα μπαίνουν λίγα λίγα όσα γραφτά (πεζά ή στίχοι) τώρα βρίσκονται σκόρπια στους φακέλους μου του Word, καθώς και όσα έργα μου δημιουργούνται από σήμερα κι εμπρός.
Μικρά μεγάλα, καλά ή όχι, έξυπνα ή χαζά, σκουπίδια ή κομψοτεχνήματα, πεζά ή στίχοι, ξαναειδωμένα ή όχι αφότου γράφτηκαν, «επεξεργασμένα» ή όχι, αφού ο χώρος του ίντερνετ είναι άπειρος, δε θα τα πετάξω.
 Έτσι, αφού ζω μόνος και κανένας δεν βρίσκεται που να μαρτυρήσει ότι υπήρξα κι εγώ πάνω στον πλανήτη γη, αυτό θα το μαρτυράνε οι ιστοσελίδες μου.
Μπορεί μια σωτηρία-ανταμοιβή να έρθει κάποτε από μόνο το γεγονός ότι ζήσαμε στην κόλαση γη-στην περίπτωση αυτή ας διευκολύνω τον κριτή.

Εννοείται ότι δεν θα ενημερώνω για το περιεχόμενό τους, μιας και αυτό θα αλλάζει συχνά. 
Λόγω του όγκου των γραφτών μου και ως εκ τούτου της δυσκολίας χειρισμού τους, μπορεί να μπουν σε αυτά τα μπλογκς γραφτά που έχουν μπει και σε άλλα.  
Το σίγουρο είναι ότι όσα και να μπουν θα έχουν και πάλι παραλειφθεί πολλά.



α. http://rvrerkarios.blogspot.com

β. http://prvtoporos.blogspot.com 

γ. http://profhtikos.blogspot.com 

δ. http://anekfrastos.blogspot.com

ε. http://saridario.blogspot.com

στ. http://filalhuhs.blogspot.com
ζ. http://proedrokaphlos.blogspot.com 
η. http://kalentarhs.blogspot.com
θ. http://xatzhmpravos.blogspot.com
ι. http://megageloioi.blogspot.com

ια.   http://kolomeraellada.blogspot.com

ιβ. http://fasistop.blogspot.com

ιγ. http://brvmeroi.blogspot.com

ιδ. http://alithrioi.blogspot.com





Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΜΒΟΛΟΓΗΡΑ

KΑΘΗΜΕΡΝΕ ΜΟΥ


Το "σ' αγαπώ" το έγραψες με όμικρον
και το ετόνισες με οξεία'
α! δέρνει τον ελληνισμόν τον απόδημον
πολλή ανορθογραφία!

Το "σ' αγαπώ" καθημερνέ μου θάνατε
γράφεται με φιλιά.και παίρνει
(τίποτα στο σχολείο σας δε μάθατε;)
όχι οξεία ή περισπωμένη

αλλά στο ύστατο φιλί μιαν αιωνιότητα'
κι αυτά όχι για λόγους στίξης
μα για να ξέρεις πού θα έβγεις αν αρώτητα
το δρόμο της αγάπης θα τραβήξεις.







ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ

Μια νύχτα θα σπάσω του τάφου μου
το κρύο το μάρμαρο κι άσπρο
και θα 'ρθω του μύρου σου του άγουρου
κι αβρού να κουρσέψω το κάστρο.

Θα ρθώ μία νύχτα κι αδιάφανος,
με τόλμη θα μπω στο κορμί σου-
τα χρέη δεν ξεγράφει ο θάνατος
κι εσύ μου χρωστάς το φιλί σου.








ΝΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΙΣ

Κι αν μου στύψεις το κεφάλι
την ψυχή κι αν θα μου γδάρεις
ουτ' ευχή δε θα 'βρει πάλι
από μένανε να πάρεις.

Λες και πάντα ήταν για μένα
δεκατέσσερες Φλεβάρη
σου τα εχ' όλα δοσμένα
και μου τα 'χεις όλα πάρει.

Έτσι αν θέλεις του εθίμου
τη σειρά να συνεχίσεις
πρέπει του άγιου Βαλεντίνου
κάτι εσύ να μου χαρίσεις.








ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΚΑΝΑΠΕ

Στο μικρό καναπέ καθισμένη
σαν φλογίτσα μικρή αναμμένη
και τρεμίζανε τ' άσπρα της κρέατα
από το κρύφιο καρτέρεμα του έρωτα.

Στο μικρό καναπέ ξαπλωμένη
πυρκαγιά τρομερή φουντωμένη-
πόδια, μάγουλα, στήθη της έκαιγαν
και τα χείλια δεν ήξεραν τι έλεγαν.

Στο μικρό καναπέ κοιμισμένη
σαν φωτιά που 'ναι μόλις σβυσμένη'
που και που κάτι σπίθες τινάζονται
και τα κρέατα τ' άσπρα τραντάζονται.








ΧΤΕΣ

Χτες η αγάπη είχε γίνει φως
που μ' όλα τα τριγύρω στέρια δένει'
σαν ένα τόπι ο ήλιος αλαφρός
ανάμεσα ουρανό και οικουμένη.

Χτες ένα σύννεφο ήταν η χαρά
ολάσπρο, ευτυχία πλημμυρισμένο
που κράταε στ' ανοιχτά του τα φτερά
του δειλινού το ρόδο το ανοιγμένο.

Χτες μία στάλα ήταν η ζωή
ωσάν αυτές που πέφτουν απ' τα φύλλα
όταν του κρύου αγέρα η πνοή
με φρίκη τα δονεί κι ανατριχίλα.

Της ύπαρξής μας χτες το μυστικό
στα πάνωθέ μας χάη εφανερώθη,
μας έγνεψε για λίγο θριαμβικό
και πάλι το σκεπάσανε οι πόθοι.

Χτες στης αγάπης μου την αγκαλιά
ο έρως ζωηρός είχε φωλιάσει
κι από τ' αυθάδη του τα φιλιά
κοκκίνιζεν εκείνη σαν κεράσι.

Χλωμή εχτές μια μάσκα από κερί
κρεμόταν απ' του κόσμου το μπαλκόνι'
κι έβλεπες ένα γέλιο να φορεί
και κάτω από το γέλιο της να λιώνει.







ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θα 'ρθει ο καιρός τα χέρια μου
να 'ναι άσαρκα και κρύα'
αυτή θα είναι τότε μια
πολύ γριά κυρία

και με τη μνήμη οδηγό
γυρνώντας πάλι πίσω
θα λέει: "πώς έτσι έγινε
να μη τον αγαπήσω;"

Θα 'ρθει ο καιρός το στόμα μου
να 'ναι γεμάτο χώμα
αλλά για με δε θα πονά
ούτε και τότε ακόμα.








ΑΥΤΟ

Η πρώτη ύλη που 'φτιαξε τον άνθρωπ' ο θεός
δεν πρέπει να 'ταν χώμα'
πρέπει αυτός να ήτανε βαφέας κραταιός
και κείνη να 'ταν χώμα.

Και ούτε τον εφύσηξε όπως λένε τρεις φορές
ψυχή για να του δώσει
μα το λιπώδες του έκδοχο ή κι ίσως το υδαρές
απλά για να στεγνώσει.

Αυτή 'ναι η εξήγηση που μέσα σα βρεθώ
σε μαγαζί χρωμάτων
στη μυρωδιά τρελαίνομαι-στην αίσθηση μεθώ
των τόσων αρωμάτων.

Κι όταν περνώντας κτίρια που φρέσκα έχουν βαφτεί
το βήμα μου βραδύνω
σ' αυτό με σπρώχνει ασύνειδα η ιδέα μου αυτή-
το πάθος μου εκείνο.

Αθώο πάθος. Όμορφο. Αγνό. Σαν παιδικό.
Μπορώ να το κορέσω'
μα το ανόσιο πάθος μου για κείνην, το βραχνό,
αυτό, πώς θα μπορέσω;








ΑΡΡΩΣΤΗ

Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;
Άγγελο ίσως με πυρετό;
Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;
Ήλιο με τάση για εμετό;

Έχετε δει δυο μαύρα καρβουνάκια
ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;
Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια
κόκκινα να 'ναι και να καιν;

Α! Η αγάπη μου είναι κρυωμένη!
Ό,τι μου έδινε ρίγος ριγεί.
Και θα υποφέρει για πολύ η καημένη
γιατ' η ανάρρωση θα 'ν' αργή:

ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε
με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή
και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε
τέτοι' αγκαλίτσα-τέτιο κορμί..








ΒΑΦΤΙΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Τα μάτια της γεμίσαν την εκκλησιά'
τα δάκρυα της θα φέρναν κατακλυσμό
και οι πιστοί απορήσαν που ξαφνικά
ενιώσαν τέτοιον μέγα συνωστισμό.

Ντυμένη το φουστάνι το γιορτινό
τα βλέμματα τραβούσε όλων εκεί'
όμορφη αυγούλα εγίνει το δειλινό
κι η σκοτεινή φωτίστηκε Αμερική.

Σε λίγη ώρα μόνο ήταν νουνά'
ο μπούστος ο σφιχτός της είχε βραχεί'
και έρρεε ακράτητο στα βουνά
το σπέρμα του πανάγαθου σαν βροχή.








ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΗ

Μες στ' όνειρό της θα 'θελα να μπω κι ένα φιλί
ερωτικό να έδινα στο ροζ μικρό της στόμα.
Απότομα να ξύπναγε αυτή και πελιδνή
ν' αναζητούσε λυτρωμό απ' το που θα 'καιε στρώμα.

Και το πρωί όταν θα 'ρχονταν θα 'θελα να κοιτά
φωνές και ήχους και μορφής σημάδια να ταιριάσει
και της νυχτιάς τον άλυπο εραστή καθώς ζητά
στις ρίζες της λατρείας μου της άπειρης να φτάσει.

Και να την έβλεπα ήθελα καθώς διστακτική
να σκαρφαλώνει θα 'ρχιζε γεμάτη δυσπιστίες
στο δέντρο μου-εδώ 'γγίζοντας, μυρίζοντας εκεί
τις άγνωστές της ψάχνοντας ν' αναγνωρίσει αξίες.

Τ' αλάθητα έτσι άμαθη χνάρια να προσπερνά
το τάσι άδειο να θαρρεί που έρωτα 'ξεχείλα
κι απελπισμένη απ' του κορμού τη μέση να γυρνά
ενώ θα τρέμουν-θα πλαντούν-θα σκούζουνε τα φύλλα.








ΓΥΝΑΙΚΑ

Απ' τη στιγμή που βάθυνε η ανάρηχη ματιά σου-
απ' τη στιγμή το παιδικό που έπαψε τραγούδι-
απ' τη στιγμή που πλάτυνε-που θέριεψε η άγνοιά σου-
απ' τη στιγμή που ξάνθινε το βελουδένιο χνούδι'

απ' τη στιγμή που αρώτητα δηλώνεις: "έχω φίλο!"
ενώ ουτ' ανάσασμα αντρικό δε σ' έχει ακόμ' αγγίξει'
απ' τη στιγμή που τον Αδάμ ταυτίζεις με το μήλο,
το φόβο με το σκίρτημα, τον πόθο με την πλήξη'

απ' τη στιγμή που όταν κανείς τ' ωραίο σου κορμάκι
κοιτάξει μ' ένα νόημα ως τότε άγνωστό σου
εσύ μετέωρη στέκεσαι κι αμήχανη λιγάκι
πριν όλο ανίσχυρο θυμό κλειστείς στο δωμάτιό σου'

απ' τη στιγμή που έξαφνα το σπίτι μεγαλώνει
κι η μάνα είναι βαρετή και ξένος ο πατέρας'
απ' τη στιγμή που θα σκεφτείς το στήθος που αβγαταίνει
ότι δεν είναι κτήμα σου μα της αγάπης γέρας'

απ' τη στιγμή που προσμετράς γυμνή τα θέλγητρά σου
κι ενώ είναι είκοσι εσύ τα βρίσκεις μόνο δέκα
αντίο τότε πες μικρή σ' όλα τα παιδικά σου
και σ' όλη την αξία σου-πια έγινες γυναίκα.







ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΕΝΟΧΛΟΥΣΕ

Εβγήκε απ' την πισίνα' το κορμί της το χυτό
δε χόρταινα κρυμμένος να κοιτώ.
Η Δύση έστελνε ολοπόρφυρες ανταύγειες
στις κάσσες των ελπίδων μου τις άδειες.

Έφερε γύρω το δωμάτιο σκεφτική
(χωρίς να ξέρει ότι εγώ ήμουνα εκεί)
και το στηθόδεσμο που πάνω της κολλούσε
τον τσίμπαγε γιατί την ενοχλούσε.







Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΥΑΚΙ

Δισαίωνε γερο-πλάτανε με τον κορμό σαν δώμα
με τις βαθιές τις ρίζες σου θεμέλιο μες στο χώμα
και τα πλατιά τα φύλλα σου πράσινα κεραμίδια
πώς με το ρυάκι το μικρό τρελά κάνεις παιχνίδια..

Μικρούλι, γιορτορόδινο και μοσχομυρισμένο
κι άμαθο το 'βρες κι άμπορο να φύγει το καημένο
και της αψιάς του Ανατολής το ρόδινο μεθύσι
με τη δική σου εταίριαξες ματοβαμμένη Δύση.

Εκείνο, πρωταγάπητο, με μάτια λιγωμένα
στα γέρικά σου ορκίζεται κλαδιά τα ροζιασμένα
και τα δροσά και τα φιλά και τα γλυκοποτίζει
γιατ' η σκιά σου η βαριά το νιο του νου ζαλίζει.

Και συ με πάθος το ρουφάς και το γλυκοδαγκώνεις
και τ' αγκαλιάζεις, το φιλάς και μ' έρωτα το ζώνεις
και τ' αποσβυούν τα χάδια σου, το λιώνουν τα φιλιά σου
και όλη τη ζωντάνια του την πιν' η αγκαλιά σου.

Και δέχονται τα στήθη του την γέρική σου φλόγα
και χαίρονται τα χείλη σου τη μελαψή του ρόγα
και γδύνεις το απ' τα ρούχα του και ντύνεις το με πάθος
που απ' των ριζών σου τρίδιπλο-τετράδιπλο έχει βάθος.

Ανάμεσα στ' αφρόπλαστα, κρουστά, λευκά του πόδια
λεύτερο βρίσκεις το στρατί από γνιασιές κι εμπόδια
και παίρνεις την αγνότητα και κλέβεις τη δροσιά του
του ρυακιού όπου κυλά στα φύλλα σου αποκάτου.

Το σκέλεθρο κουφάρι σου απάνω του αργογέρνεις
τ' αβρό κορμάκι του τρυγάς και τη δροσιά του παίρνεις'
κι εντός του αγριοπλέκοντας τα καρπερά σου μήλα
θολώνεις το νεράκι του που κρύσταλλο εκύλα.

Κι ως το λιγαίνεις το φυράς και το γλυκοβατεύεις
κι ως τα ματάκια του τα δυο τα μαύρα δυναστεύεις
κι ως δεν τ' αφήνεις σε στασό, ξεκούραση κι ανάσα
θα του γενεί το ξύλο σου η νεκρική του κάσσα.

Πλάτανε, η ευτυχία σου τη δυστυχιά μου αξαίνει
κι η ζήλεια από τον πόθο μου πιότερο με πεθαίνει'
Πλάτανε, το πριόνι μου θάνατος θα σου γίνει
αφού τα ίδια δεν μπορώ να κάνω εγώ με κείνη.







ΠΛΑΤΑΝΟΣ KΑΙ ΠΟΑ

Ο αψηλός ο πλάτανος αγάπησε την πόα.
"Ιδές-ιδές" της έλεγε κι ο αγέρας αχολόα
"Ιδές-ιδές τις ρίζες μου πώς θέλουν τις δικές σου
ιδές-ιδές τα φύλλα μου πώς τρέμουν πάνωθέ σου.

Μικρούλα πόα δώσε μου το ποθητό φιλί σου
χυμοί μου να μου γίνουνε οι δροσεροί χυμοί σου
με τις χλωρές μου η νιότη σου να σμίξει τις κορφάδες
κι απέκει αξεχώριστες να γίνουν αδερφάδες.

Να γίνω νιούτσικο δεντρί που μόλις ξεπετιέται
που εντός του το έγοιασμα της γης ακόμα να γρικιέται
μ' ένα φιλί σου δεύτερο να σβήσω-να πεθάνω-
του σπόρου να 'χω τη μορφή-σαν κείνον να λιγάνω

και μ' ένα τρίτο να χαθώ και ούτε σπόρος να 'μαι
στου Ανύπαρκτου τα ύφαλα δεμένος να κοιμάμαι-
και μη δεν ειν' τάχα νεκρό κείνο που δε 'γεννήθη-
που δε μετρήθηκε ποτέ στων ζωντανών τα πλήθη;

Και τι τη θέλω τη ζωή αν συ δε με προσέχεις
αν γι άλλον έρωτα γλυκό κι όχι για μένα έχεις;
Αφού με τα χειλάκια σου δε θέλεις να με ζήσεις
τουλάχιστο το θάνατο μ' εκείν' ας μου χαρίσεις.

Τίναξ' απ' τα χεράκια σου του δισταγμού τη σκόνη
που μακριά μου τα κρατεί και με διπλοσκοτώνει
και άστα στο φλεγόμενο ν' απλώσουν το κορμί μου
και να μου κόψουν τη φωτιά-να σβήσουν την ορμή μου.

Τα μάτια σου άσε ορθάνοιχτα να βλέπουν ό,τι θέλει
ό,τι ποθεί να βλέπεται απ' τα κρυφά τα μέλη-
άσε τα πόδια σου ν' ανοιούν, τα χείλια σου να πίνουν
τα στήθη σου, αναίσθητα, ν' απλώνουνε-να σμίγουν.

Δος μου καλή μου τα φιλιά και τα χρυσά σου χάδια
λάμψε στης κρύας ζήσης μου τα τρομερά σκοτάδια
δος μου την πρώτη τη ματιά την ύστατη την ώρα
δος μου μικρή μου-δώσε μου τα ολάκριβά σου δώρα.

Στης ίδιας είμαστε της γης το χώμα ριζωμένοι
ίδιος αγέρας μας φυσά και μοίρα ίδια μας δένει
ίδια μας φέρνει ’παντοχή,κι ίδια μας παίρνει βιάση
κι αν έρθει ο χείμαρρος και σε και μένα θα χαλάσει.

Μέγας εγώ-μικρούλα συ' μα τι μετράει ετούτο;
του ίδιου δέντρου είμαστε καθένας ένα φρούτο
άλλο ωριμάζει πιο αργά, πιο γρήγορα πάει άλλο
και τι μ' αυτό-ίδιας φωτιάς είμαστε παρανάλω-

μα' και τα γύρω χώματα σαν ξεραθούν-σαπίσουν
χωρίς τροφή-χωρίς νερό τους δυο θα μας αφήσουν
και των δυονών μας τα κορμιά τότε τα παινεμένα
χάμω θα κείνται, άζωα, νεκρά, μαραγκιασμένα.

Έλα και ταίριαξε με με γλυκούλα μου αγαπούλα
αν όχι τη ζωούλα σου μονάχα μια στιγμούλα'
το αψηλό μου ανάστημα έλα να χαμηλώσεις-
το αχάλαστο το ψήλωμα έλα για να μου δώσεις;

Δος μου την ομορφάδα σου, τα νιάτα, τη σπαργή σου,
το σκότος της κολάσεως, το φως του παραδείσου
και πάρε τη σοφία μου, τη γνώση, την αντρειά μου,
το μέστωμα, το ρίζωμα και την παλληκαριά μου.

Κατ' απ' τα δυο μου βλέφαρα θα δεις να σπιθακίζουν
ήλιοι που μόνο εσένανε τους πρέπει να φωτίζουν'
θα βρεις στους ροζιασμένους μου τους κλάδους όχι άδεια,
κι ασύστατα παινέματα, παρά φλογάτα χάδια.

Δε θα 'βρεις μια, παρά θα βρεις πολλές μικρές καρδούλες
κι όλες τους υποταχτικές κι όλες σε σένα δούλες'
κι όλες τους τέτοιαν ομορφιά όταν θα δουν κοντά τους
αιώνια θα σ' έχουνε μόνη βασίλισσά τους.

Τα μύρια στοματάκια σου που έτσι ανοιγοκλείνουν
και δε μιλούν κι ανείπωτα ό,τι τα καίει αφήνουν
μες στα δικά μου στόματα κλεισμένα όταν βρεθούνε
χωρίς φωνές ό,τι καιρό τα έπνιγε θα πούνε.

Έλα τα δακρυογέννητα να βρεις τα μυστικά μου
και τα μικρά σου μυστικά να γίνουνε δικά μου'
έλα ν' αγγίξεις ομορφιά-να ζευγαρώσεις πόνο
έλα να ζήσεις μια ζωή σε μια στιγμούλα μόνο.

Και δε ζητώ να 'ρθεις σε με για να μου φέρεις πάλι
κάποιων καιρών αλλοτινών τη μαγεμένη ζάλη-
ζητώ την πρώτη τη γραμμή του πόθου να χαράξεις
στο σώμα μου τ' αχάραγο που αλλιώς θα το ρημάξεις.

Έλα καλή και μην ψηφάς ανθρώπινες μωρίες'
του πόθου ακλούθα μοναχά τις φλογερές πορείες'
και ξέρε-όλα όσα ποθείς θε να τα βρεις κυρά μου
μες στα στρωσίδια μοναχά του εδικού μας γάμου.



ΜΥΡΙΑ

Αν είχα βρει τέτοιες ακτίνες
που να τρυπάνε τις κουρτίνες
θα 'βλεπα μέσα στα σπιτάκια
της γειτονιάς τα κοριτσάκια-

πώς ξαναμμένα μέσα μπαίνουν
λίγα σκαλιά πώς ανεβαίνουν
και στο μικρό το δωματιάκι
πάνε να κάτσουνε λιγάκι.

Πώς στον καθρέφτη καμαρώνουν
τ' άσπρο κορμάκι όταν γυμνώνουν
και πώς λυγίζουνε τη μέση
να πάρουν κάτι που έχει πέσει.

Έτσι αβρά κι έτσι αγνούλια
πώς τα στηθάκια τα μικρούλια
ψαύουν γλυκά' στα ριζομήρια
χαδάκια πώς χαρίζουν μύρια.








ΠΡΩΤΟΤΑΞΙΔΗ

Μέσα στα χέρια μου την πήρα
όπως τη ζήση παιρν' η Μοίρα'
στα σκότια μου και κρύα βύθη
ζέστα και φως τα δυο της στήθη.

Σαν τρομασμένο ένα πουλάκι
έτρεμε τ' άσπρο της κορμάκι
και, πρωτοτάξιδη βαρκούλα
από μια χάθηκε τρυπούλα.



.
Ω! ΚΙ ΕΓΩ!

Μ' αγαπάει-και το ξέρω-ο καλός μου.
Το διαβάζω στη ματιά του τη θολή
όταν όμορφος σαν ζώο στέκει μπρος μου
λίγο πριν μου ξεριζώσει το φιλί,

Μ' αγαπάει ο καλός μου-και το ξέρω-
το διαβάζω στου κορμιού του τη φωτιά
σα με κόβει σαν το στάχυ μες στο θέρο
σα με καίει όπως κλαδάκι η πυρκαγιά.

Μ΄ αγαπάει ο καλός μου δίχως άλλο'
αν σηκώσω τη φουστίτσα μου ψηλά
κάτι ανάμεσα στα πόδια του μεγάλο
με ορμή το παντελόνι του ζουλά.

Κι αν το μπούστο μου λιγάκι ξεκουμπώσω
πρέπει πρώτα δυο φορές να το σκεφτώ
αν δε θέλω πριν την κίνηση τελειώσω
από κάτω απ' τον καλό μου να βρεθώ.

Σας το είπα-ο καλός μου μ' αγαπάει'
μα κι εμένα-και ας ειμ' εγώ μικρό
α! κι εμένα ίδιο νέκταρ με μεθάει
ω! κι εγώ ίδια πολύ τον αγαπώ.









ΝΑ ΔΩ

Με μάγια εγώ θα μαρμαρώσω
ζώα μεγάλα και μικρά
(η αγάπη κάνει τέτοια θάματα)
και τους ανθρώπους θα πετρώσω-
να δω για ποιόνε θα χτυπά
τότε η καρδιά σου-για τ' αγάλματα;

Να δεις ετότε πώς θα τρέχεις
και πώς θα μου 'ρχεσαι κοντά'
πώς την καρδιά μου που 'χες δούλα σου
τώρα κυρά σου θα την έχεις'
πώς με φλογίτσες θα κεντά
το σούρουπό μου η αυγούλα σου...







ΣΕ ΛΙΓΟ

Μου 'ρθε στο νου να μη μετρώ
με μέρες τη ζωή σου
αλλά με όσα όνειρα
που βλέπω είμαι μαζί σου.

Μ' άλλαξα γνώμη στη στιγμή
μικρούλα μου γλυκούλα
γιατί έτσι θα γινόσουνα
σε λίγο μια γριούλα.








ΑΓΡΙΟΣ

Μου είπε: "κοίτα τι έχω δω..τι να του βάλω επάνω;"
και μίαν άφθα μου 'δειξε στο κάτω της 'σωχείλι.
Ζαλίστηκα' κιτρίνισα' ταράχτηκα' τα χάνω'
τόσο κοντά πρώτη φορά βλέπω τα δυο της χείλη.

Η θέα τους με συγκλόνισε' του πόθου μου το κύμα
άγριος εγίνει ωκεανός-το ρυάκι του ποτάμι'
τρέξιμο ξέφρενο έγινε το ήσυχό του βήμα
και το θολό το χρώμα του μαύρο έγινε κατράμι.

Στα χέρια μου την άρπαξα και στο μικρό της στόμα
τα χείλια μου εκόλλησα και ήπια σαν ροσόλι
και άφθα και τα χείλια της κι ακόμ' ακόμ' ακόμα
λαιμό και στήθη και γλουτούς ώσπου την ήπια όλη.

Μα όχι-αλίμονο-αυτά είν' όλα παραμύθια'
μονάχα το μελένιο της τ' αχείλι όταν το 'δα
έκρυψ' ακόμα πιο βαθιά την καυτερή αλήθεια
και μ' ένα ύφος σοβαρό της είπα: "βάλε σόδα!"









ΤΟΣΑ ΧΑΔΙΑ

Το σώμα της γλιστράει στο φουστάνι;..
Το φουστανάκι της πάνω στο σώμα;..
Κι εκείνο έτσι ρόδινη την κάνει
ή αυτή το τέτοιο ροζ του δίνει χρώμα;

Κινείται κι ερωτεύεται μαζί της'
ανάλαφρα το σώμα της χαϊδεύει'
στήθη, κοιλίτσα της, γοφοί, μηροί της
παιδεύουν το κι εκείνο τα παιδεύει.

Και άλλοτε την καίει και τη φλογίζει-
άλλοτε σαν νεράκι αργοκυλάει'
και παλ' η απορία με ζαλίζει-
αυτή 'ναι ή εκείνο που μιλάει;

Α! ποια της το εκέντησε νεράϊδα
κι έτσι το σώμα της αιθέρια ντύνει
που μέσα του φτερώνουν τόσα χάδια
και τόσα εκεί φωλιάζουν πόθων σμήνη;

Α! Δυάδα μαγική! Φόρεμα! Σώμα!
Α! Που όταν μες στα χέρια μου σας κλείσω
όπως και τώρα δα και τότε ακόμα
τι πρώτο δε θα ξέρω να φιλήσω.







ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΟΥ

Όταν μου στέκεις σταυροπόδι
σαν ανοιγμένο μοιάζεις ρόδι'
οι όμορφές σου γάμπες οι ίσες
κορφούλες μοιάζουνε καμπίσες.

Τη φούστα σου κατέβασέ τη-
κατ' απ' το γόνα τράβηξέ τη'
μοσχάτο εσύ γαρίφαλό μου
το θέλω ακόμα το μυαλό μου.

Μπροστά μου όταν σεργιανίζεις
μη σαν πουλάκι πεταρίζεις'
μην περπατάς σαν να χορεύεις
μη το κορμί μου το παιδεύεις.

Και με τα μαύρα σου ματάκια
μη-μη με κάνεις κομματάκια-
μη με κοιτάς με τόση γλύκα
ποθόπλαστή μου πιτσιρίκα.

Μα πιο πολύ παρακαλώ σε
το μαρτύριό μου λίγο νιώσε
και όταν βρίσκομαι μαζί σου
μη μου τσακίζεις τη φωνή σου.









ΤΗ ΣΚΛΗΡΟΤΗ

Μέσα κι ανάμεσα σε δυο φωτολουσμένους λόφους
και κείνη μέσα στ' άφωτα-και κείνη μες στους ζόφους'
μέσα κι ανάμεσα η καρδιά στα δυο της τα στηθάκια
κι ούτε το πάθος πήρε τους ούτε και τα μεράκια.

Καίγοντ' αυτά, λιγώνονται, παίζουν, γλυκά γελούνε
στους χτύπους της πασίχαρα-τρελά χοροπηδούνε
αλλά εκείνη αν και κοντά-και δίπλα τους βαλμένη
πάντοτε μένει αδειανή και πάντα παγωμένη.

Νιώθουν εκείνα. φλέγονται και τα δονούν οι πόθοι
κι εκείνη μέσα-δίπλα τους και τίποτα δε νιώθει.
Α! Στα στηθάκια της τα δυο-στην καυτερή τους μέση
μία καρδιά ολόκρυα η φύση έχει δέσει.

Δεκάξι χρόνων συντροφιά καθόλου δε μετράει.
Ό,τι εκείνα είχαν κρατούν κι ό,τ' είχε αυτή κρατάει'
μόνο-και μη γνωρίζοντας ποιο την κατείχε πρώτη
το ένα δώρο έκανε στο άλλο τη σκληρότη.







ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ

Από τον πόνο το βαθύ
κι απ' τα πολλά σου πάθη
τ' άθλιο κορμί μου θα χαθεί
για τη δική σου αγάπη.

Όμως τα λόγια σου καλά
θα πρέπει να προσέχεις
όταν να με δεις για φορά
στερνή στον τάφο μου έρθεις.

Μετάνιας λέξεις μην εβγούν
απ' τα γλυκά σου χείλη-
μη να γυρίσω μου ζητάν
απ' όπου μ' έχουν στείλει.

Μην τώρα πεις ότι πονάς
και θέλεις να 'ρθω πίσω
γιατί σα δω πως με ζητάς,
να ξέρεις: θ' αναστήσω.








ΑΛΛΟΙ

Εκείνοι που βαφτίζουνε ή γάμο έχουν κανένα
φτωχούς να βρούνε τίποτε τραγουδιστές κοιτάνε
κι από 'να ξεροκόμματο πετώντας στον καθένα
ολη τη μέρα πίνουνε, χορεύουν και γλεντάνε.

Ένας φτωχός τραγουδιστής είμαι στο πανηγύρι
που στη γιορτή τους έστησαν τ' ανείπωτά σου κάλλη'
μα σ' ένα πιάτο ανάμεσα κι εν' αδειανό ποτήρι
ό,τι εγώ τραγούδησα θα το χαρούνε άλλοι.








ΑΤΙΜΗΤΟ

Όταν πεθαίνει μιας μικρής κοπέλας ο πατέρας
τη λύπη την αβάσταχτην εκείνης της ημέρας
ας την εμέτριαζεν αυτή λίγο με το να μένει
με κάθε φίλο ή συγγενή για λίγο αγκαλιασμένη.

Έτσι και όταν πέθανε ο πατέρας ο καλός της
θα στέγνωνα απ' τα δάκρυα τ' ωραίο πρόσωπό της
και θα τη σφιχταγκάλιαζα' εκείνη έτσι αγνούλα
της λύπης θα ενόμιζε την τόση μου τρεμούλα.

Αλλά εμένα μι' άλληνε από τη δική της μέθη
θα μ' έπαιρνε' για μένανε τα μαύρα μου τα πένθη
αντίθετα, θα λύνονταν' ό,τι καιρό ποθούσα
τη μερ' αυτήν-αλίμονο-ακέριο θα τρυγούσα:

στον κυρτωμένον ώμο μου γερτό της το κεφάλι'
τόσο κοντά μου όλα της τα μυρωμένα κάλλη
και ας την έσπρωξεν εκεί μονάχα μι' ανημπόρια-
στην αγκαλιά μου ας ζήταγε μόνο την παρηγόρια.

Για μένανε δε θ' άλλαζε τίποτα' και στον Άδη
τη μνήμη αυτή ατίμητο θα κράταγα πετράδι'
και με ακράτηγη χαρά θα φώναζα στο χώμα:
"τ' αγκάλιασα!-τ' αγκάλιασα το λατρεμένο σώμα!"







ΣΑ ΝΑ 'ΧΑ

Ήρθε και μου 'πε: "πώς εσύ
νιώθεις μελαγχολία
με τέτια μια ηλιοφάνεια
και μια φωτομαγεία;

Και πώς στη νύχτα συ να ζεις -
πώς σκότος σε διπλώνει
αφού η μέρα ξεκινά
κι η φύση ξανανιώνει;"

Τι να της έλεγα εγώ;
Πως κλείνω μες στα στήθια
καϋμό για την αγάπη της;
Λέγεται τέτοια αλήθεια;

Κάτι σιγομουρμούρισα
και από κει και πέρα
για να μη νιώσει φέρθηκα
κι εγώ σα να 'χα μέρα.







ΑΦΟΥ ΔΕ Μ' ΑΓΑΠΗΣΕ

Αφού δε μ' αγάπησε δεν κρύβουν τα σύθαμπα
σκιές ούτε μίσους'
αφού δε μ' αγάπησε δεν είχαν τα Σύμπαντα
ποτέ παραδείσους.
Αφού δε μ' αγάπησε τα πάντα είναι ψέματα-
και πώς ναν' αλήθεια
αφού τα δικά μου ταιριάζαν χαϊδέματα
στα δυο της τα στήθια..

Αφού δε σφιχτόκλεισαν οι πάλλευκοι κύκλοι της
τους μαύρους μου κύκλους'
αφού αποστερήθηκαν τα δύο τα χείλη της
του μόνου μου χείλους'
αφού δεν αγκάλιασαν οι δυο τεθλασμένες της
τις δυο μου ευθείες'
αφού με το στήθος μου οι λαιμοκαδένες της
δεν κάναν φιλίες-

αφού δε μ' αγάπησε ειν' όνειρο η ζήση μου
σβησμένου ονείρου'
ποτέ δεν ανέτειλα και είναι η δύση μου
ογκάνισμα χοίρου.
Δε ζω-δεν αισθάνομαι-στης πλάσης της άπλαστης
τα πλάτη δεν κείμαι.
Στης ζωής τον παλμό-στο φως-στη λαχτάρα της
δεν έχω μερίδιο-δεν είμαι.








ΓΙΑ ΚΕΙΝΗΝΕ

Όπως υμνούσαν οι προφήτες
πριν γεννηθεί Αυτός τον Κύριο
και του μοιράζαν τις εσθήτες
και του προλέγαν το μαρτύριο

έτσι γι αυτήνε τραγουδούσαν
οι ποιητές των πριν αιώνων-
τα όμορφά της κάλλη υμνούσαν
κι απ' τον δικό της λιώναν πόνον.

Κι ας τραγουδούσαν κάποια Τζούλια
μια Βεατρίκη-μια Ελοϊζα-
όμως των στίχων τους τα γιούλια
μόνο για κείνηνε ανθίζαν.

Αυτή η έξήγησ' ειν' η μόνη
που όλα σ' αυτήν τέλεια ταιριάζουν
όπως στον πλάτανο οι κλώνοι
και τα πουλιά που εκεί κουρνιάζουν.

Γι αυτό κι αδιάφορον μ' αφήνει
της ποίησής μου το άθλιο χάλι
αφού υμνητές της έχουν γίνει
τόσοι ποιητές πολύ μεγάλοι.








ΚΑΜΜΕΝΟ

Μέρα φέρνει άλλη μέρα
νύχτα φέρνει άλλη νυχτιά
κι όλες φέρνουνε αέρα
κι όλες σύννεφα σταχτιά.

Απ' τη μέρα που την είδα
δεν εχάρηκα ζωή
δεν ξανάδα ήλιου αχτίδα
δεν ξανάζησα πρωί.

Θλίψη φέρνει άλλη θλίψη
και χαμός άλλο χαμό
και χαρά δεν έχω κρύψει
και δε βρίσκω αναπαμό.

Κι αν ειπώ να την ξεχάσω
κι αν ποτέ την αρνηθώ
σαν καμένο θα 'μαι δάσο
σα βαρκούλα στο βυθό.








ΕΛΑΤΕ

Στους χόουμλες όσο κι αν παρακαλούσανε
δεν έδινα το κουόρι που μου ζητούσανε-
α! έλεγα, όλο πίνουν και μεθούνε'
και τα λεφτά τα θέλουν για να πιούνε.

Αλλιώς το ίδιο πράγμα όμως σκέφτηκα
αφότου-αλίμονό μου-την ερωτεύτηκα
κι έχω της άφταστής της γίνει χάρης
ένας ζητιάνος-ένας διακονιάρης.

Όπως εκείνοι δε ζητούν ποσά υπέρογκα
κι εγώ από κείνην δε γυρεύω τον έρωτα-
δεν της ζητώ τα μάτια τα όμορφά της
μονάχα που ζητώ μία ματιά της.

Και ούτε που ζητάω τη γλωσσίτσα της'
ν' ακούσω θέλω μόνο μια λεξίτσα της'
ούτε στην αγκαλιά μου να την κλείσω-
μονάχα μία τρίχα της ν' αγγίσω.

Ω! άστεγοι ζητιάνοι μου κακόμοιροι!
κι οι δυο στο ίδιο πάθος είμαστ' όμηροι-
σας τυραννά η ζωή με την ορμή της-
με λιώνει-με πεθαίνει το κορμί της.

Κι οι δυο ζητάμε κάτι που παρήγορα
το χρόνο μας θα έσπρωχνε πιο γρήγορα.
Ζητάτε στο πιοτό την ευτυχία
στα ψίχουλα ζητώ την ευωχία.

Σε κείνους που πονούν όταν δεν πίνουνε
τα χέρια μου από τώρα όλο θα δίνουνε'
α! χόουμλες! ελάτε όπου κι αν είστε
κουόρια ευτελή να μου ζητείστε.








ΑΝΟΙΞΗ ΦΕΤΟΣ

Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί έχεις στα μαλλιά
εκείνη την κοκάλινη αγκράφα τη μελιά
που βάζει στα μαλλάκια της όταν φυσάει αέρας'
γιατί έχεις δέσει στο λαιμό γιρλάντα από χαρτί-
κοινό χαρτί όπως έβαλε κάποιαν ημέρ' αυτή
κι όλο το σπίτι έλαμπε και μάλωνε ο πατέρας.

Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί έχεις τη ματιά
στοχαστική' γιατί φοράς μια μπέρτα καφετιά
και γιατί όλα γίνονται στη φύση όπως προστάζεις.
Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί το γιορτινό
φουστάνι της εντύθηκες, το ροζ, το φωτεινό-
Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί πολύ της μοιάζεις.








ΚΑΙ ΔΙΚΗ ΜΟΥ

Στου καναπέ την απλωσιά-στο μαλακό του χνούδι
των πρωινών της παιχνιδιών τ' ανυποψίαστο γέρας
σαν πεταλούδα, σαν ανθός, σα φως, σαν αγγελούδι
η αγάπη μου κοιμήθηκε μες στην καρδιά της μέρας.

Πόθοι μου τις φτερούγες σας τώρα κλειστές κρατάτε'
Χρόνε μου κύλα αθόρυβα' πάτα λαφριά σιγή μου
και καρδιοχτύπια μου τρελά μη μου τηνε ξυπνάτε-
έτσι ως δεν είναι κανενός, λίγο είναι και δική μου.








ΣΑΝ ΚΟΙΜΗΘΩ ΑΞΥΠΝΗΤΑ

Σαν κοιμηθώ αξύπνητα δεν είναι που θα σβήσω
απ' τις στρατιές των ζωντανών-δεν είναι που θ' αφήσω
ατέλειωτα ή ανάρχιστα όσα ήθελα να κάνω'
είναι που όταν θα χαθώ για πάντοτε τη χάνω.

Δεν είναι που μια έρημη σκιά θα βολοδέρνω
στα χάη και αναίτια το φάσμα μου θα σέρνω
σ' άλλες ανάμεσα σκιές που ίδια όπως εμένα
θα προχωρούν με βήματα βαριά και κουρασμένα.

Είναι που θα 'μαι μακριά από τα γλυκά της χείλη'
είναι που πια δε θα μπορεί να μου είναι ούτε "φίλη"'
είναι που την οδύνη μου καμιά δε θ' αλαφραίνει
φωνή' καμιά τον πόνο μου ματιά δε θα γλυκαίνει.

Είναι που οι πόθοι που κερνά η θεία της η κνήμη
ούτε ιδέα δε θα 'ναι πια μες στη νεκρή μου μνήμη'
είναι που χώματα βαριά τα μάτια θα σκεπάζουν
και κείνα πια δε θα μπορούν κρυφά να την κοιτάζουν.







ΕΚΛΕΙΨΗ ΗΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Για λίγο όλοι τον ύπνο τους το βύθιον αφήκαν
και δραστηριοποιήθηκαν-κινητοποιηθήκαν
για να ιδούν μιαν ολική λέει έκλειψη ηλίου
που ;θα γενεί στις τέσσερες του Ιανουαρίου.

Όλοι τους εβαλθήκανε μαύρα γυαλιά να φτιάξουν
και δίχως βλάβη των ματιών το θέαμα να κοιτάξουν.
Σελήνης, ήλιου κι αστεριών γνωρίζοντας τις φάσεις
η έκλειψη μια στις τόσες τους θα είναι διασκεδάσεις.

Α! ευτυχείς! που θεωρούν πως είναι μέγα πράγμα
λίγο να δουν να κρύβεται απ' του ηλιού το μάγμα!
Α! ευτυχείς! Δεν ξέρουνε πόσες εσύ εκλείψεις
παντοτινές δημιουργείς σ' όποιου τη ζήση ενσκήψεις'

τον ήλιο κρύβεις της χαράς κι όλα τα δερν' η λύπη'
του ρολογιού, το θάνατο αργομετρούν οι χτύποι'
κι όχι του "Τώρα" μοναχά, μα κι οι χαρές του "Αύριο"
μέσα σε σκότος πνίγονται τρομαχτικό και άγριο.

Εκλείψεις άπονης ζωής, χαράς και ηρεμίας,
εκλείψεις κάθε και ψυχής και νου ευημερίας,
εκλείψεις αγαλλίασης, απόλαυσης, 'φροσύνης.
εκλείψεις πάμφωτων νυχτών σε στρώμα έρμης κλίνης.








ΣΑ ΛΑΒΑ

Σα λάβα υγρή κι έτσι ζεστή
δεκαπεντάχρονη μικρούλα
βρίσκεσαι μπρος μου αιδώ μεστή
χωρίς ψυχή-χωρίς φωνούλα.

Κι ως με θωρείς γονατιστή
τόσο γλυκιά κι έτσι αγνούλα
λες άλλης είναι οι μαστοί
που σει' του πόθου η τρεμούλα,

Και 'γω, κεντρίζοντας βαθιά
τ' άλογο που 'χω εντός μου
μ' όσα η σβησμένη σου φωνή:
"πάρε μου" ,λέει και :"δοσμου"

λύνω την άσπρη σου ποδιά
σε ντύνω με το φως μου
και λεηλατώ και τη σοδειά
και το δεντρί του κόσμου.



ΕΣΥ..

Μου' παν πως ήρθες τι μ' αυτό;..για με είσαι πάντα εδώ'
ανάγκη με τα μάτια μου δεν έχω να σε δω'
με το καθένα κύτταρο σε νιώθω του κορμιού
με κάθε σκέψη του σ' εσέ δοσμένου μου του νου.

Στα δυο σου χέρια με κρατείς και πάνω τους πατώ'
σε κόσμο έναν από σε γεμάτον περπατώ'
Έχω από σένα ποτιστεί τόσο βαθιά πολύ
που ζω σαν να 'μαι πάντοτε μαζί σου σε φιλί.

Με μια υπερκόσμια με κρατάς αιχμάλωτον ισχύ'
όλη μου μια νικήτρα σου η ζήση ειν' ιαχή'
σαν κάποιο άρωμα βαρύ έχεις εντός μου μπει'
με καταυγάζεις σα διαρκής φωτός αναλαμπή.

Εσύ ' σαι η μόνη αιτία μου κι ο μόνος μου σκοπός'
στη δημοσιά σου οδηγεί κάθε μου ατραπός'
είσ' η πνοή που δίχως της η ζωή μου σταματά'
για μένα είσαι συ το πριν, το τώρα, το μετά.

Σαν μια ιδέα με δονείς-σαν πυρκαγιά με καις
το όραμά μου η όψη σου είναι το διαρκές
εσύ με χάνεις και με ζεις, με κλαις και με γελάς
συ κόσμους χτίζεις μέσα μου, εσύ και τους χαλάς.

Εσύ κυλάς στις φλέβες μου σαν δυνατό κρασί'
εσύ οδηγείς τη σκέψη μου-τη θέλησή μου εσύ!
συ μέσα μου παθιάζεσαι όταν εγώ ριγώ-
εσύ-εσύ-εσύ-εσύ-εσύ είμαι εγώ!..

Μου' παν πως ήρθες κι έχασα που έλειπα από κει'
απ' τους εαυτούς τους κρίνοντας νομίζουν μερικοί
με του κορμιού τα μάτια μου πως πρέπει να σε δω-
πού να 'ξεραν πως πάντοτε για μένα εισ' εδώ..







ΛΙΓΩΜΕΝΑ

Στη γιορτή του αη-Λια
τ' άστρα γίνανε φιλιά
και στην Κάτω Παναγίτσα
ουρανός η αγκαλίτσα

Βρε αγαπούλα μου καλή
πώς γλυκαίνεις το φιλί
και πώς κάνεις την αγκάλη
όλο λάγγεμα και ζάλη..

Κι "όχι" πώς ποτέ δε λες
στις βουλές τις πιο τρελές
και τα "ναι" τα λατρεμένα
πώς τρεμίζουν λιγωμένα…

Αχ! μικρή μου αγαπίτσα!
Αχ! στην Κάτω Παναγίτσα!
Αχ! Χαμένη! Κορωμένη!
Αχ! αφροστεφανωμένη!







ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ

Απαλά σαν περνά
στα μαλλιά της τη χτένα
μαύρη ζήλεια κερνά
και ποτίζει εμένα.

Όνομ' άλλο εάν
της προφέρουν τα χείλια
την ψυχή μου κεντάν
φαρμακόφιδα χίλια.

Αν το χέρι τ' αβρό
χέρι άλλο ακουμπήσει
στην καρδιά μου θα βρω
σα θα δω χίλια μίση.

Κι αν καφέ ή γλυκό
σ' έναν ξένο προσφέρει
α! τι πιόμα πικρό
με κερνά δεν το ξέρει..

Αλλά μία της λέξη
αν μου πει τρυφερή
να! τα σκότη έχουν φέξει-
κι ήρθαν άλλοι καιροί.

Λες ποτέ δεν υπήρξαν
οι απάνθρωπες ώρες'
λες ποτέ δεν ερίξαν
οι ουρανοί μαύρες μπόρες.

Κι όλα ειν' ένα μύρο
και μιας Άνοιξης χνώτο
σαν να ζει εναγύρω
τ' όνειρό μου το πρώτο'

δηλαδή βυθισμένη
στου έρωτά μου τη δίνη
και γλυκά μεθυσμένη,
να χορεύει Εκείνη.







ΒΑΡΥ

Μια λήκυθος με άρωμα γεμάτη εκλεκτό
είμαι' και είναι τ' άρωμα σπάνιο και λεπτό'
κι η νύμφη που θα έραινα το σώμα της με κείνο
δεν ήρθε' κι είμαι μόνος μου-και μόνος μου θα μείνω.

Γι αυτό πριν φύγω απίστομα τη λήκυθο γυρνώ
και ασυλλόγιστα τ' αβρό το μύρο της κερνώ
σε όντα που 'λαφιάζονται όταν αυτό τ' αγγίσει
σαν να τα είχε αόρατο χέρι βαρύ ραπίσει.













ΠΟΤΕ ΣΟΥ

Δε θέλω στην κηδεία μου κάποιαν ακολουθώντας
γελοία κοινωνικότητα να 'ρθεις ψευτοκλαμώντας.
Για μια φορά ειλικρινή, ανυπόκριτη σε θέλω-
τη μέρα κείνη στη βολή κάθισε της Covello.

Στην τρύπα όταν άκαμπτος θα χώνομαι της γης μου
μ' ακέριο κάθε μόριο της αντρικής ορμής μου-
στην ηδονή που δεύτερη μετά 'πο τη δική σου
επόθησα, για μάρτυρα δε θέλω τη μορφή σου.

Στα βλέφαρά μου τα κλειστά πάνω δε θέλω να 'δεις
πώς από μεν' ανέγγιχτες παίρνει μαζί του ο Άδης
χαρές που σαν ακοίμητες στο νυφικό κρεβάτι
νυφούλες, παίρνουν του χαμού τώρα το μονοπάτι.

Όσο εζούσα κάθε τι μου 'χεις εσύ παρμένο'
μην έρθεις' μες στο φέρετρο που μ' έχουν ξαπλωμένο
άδειος απ' όλα κείτομαι. Ακόμα κι αν με γδάρεις
του δέρματός μου μοναχά το φάντασμα θα πάρεις.

Άσκοπο στην κηδεία μου να 'ρθεις' έχοντας όσα
η Αγάπη και ο Πόθος μου απλόχερα σου δώσαν
αυτάρκης πλέον έγινες σ' όλα-τις συλλογές σου
επλούτισες όσο πολύ δεν το 'λπιζες ποτέ σου.








ΕΚΕΙΝΟ,ΜΕΓΑ

Ένας τρελός ξάπλωσε μπρούμυτα στο χώμα
τα χέρια του άπλωσε και θάρρειε πως εκράτει
και πως διαφέντευεν αυτός όλα της γης τα πλάτη-
κάθε της όρος, ωκεανό, κάθε της μία χώρα.

Έτσι και μεις νομίζουμε πως κλειούμε στην ψυχή μας
το αβυσσαλέο κι άμετρο για τη Θοδώρα πάθος.
Α! παιδαριώδης! Α! κουτή-ψεύτρα ιδέα! Βάθος!
Εκείνο, µέγα, κυβερνά ψυχή, ζωή, κορμί μας.



ΣΤΗΣ ΑΜΜΟΥ

Τάχα του Χρόνου την κλεψύδρα ποιος κρατεί
και να 'ρθεις γρήγορα κοντά μου δε σ' αφήνει-
ποιος τάχα τον ισθμό της τονε κλείνει
κι ο χρόνος δεν πετά μα περπατεί…

Κι ήθελα να 'ξερα ποιος σπάζει το γυαλί
της αμμοδόχου όταν βρίσκεσαι κοντά μου
κι οι κόκκοι δραπετύουνε της άμμου
κι εγώ δε σου χορταίνω το φιλί..



ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ

Πουλιά γλυκά-πουλιά μικρά-πουλιά μου αγαπημένα
πουλιά μου γλυκολάλητα κι ακριβοθωρημένα
πουλάκια μου απαλόφτερα, συντρόφια μου πουλάκια
εσείς που ομορφαίνετε των δέντρων τα κλαδάκια
γλυκά πολια-πικρά πουλιά-πώς να σας πώ-
σταθείτε και ακούσετε μια λέξη:αγαπώ.











ΤΑ ΚΑΛΛΗ

-Γιατί χήρα χηρούλα δε με παντρεύεσαι;
-Τα κάλλη μου μουρντάρη δε μου τα γεύεσαι
αν πρώτα δεν παντρέψω τη μονοκόρη μου.
-Γιε μου και παραγιέ μου κι αγόρι μου
της χήρας της χηρούλας πάρε την κόρη της
να δω τι χρώμα έχει το μισοφόρι της.










ΦΤΗΝΕΣ

Ο δρόμος μου 'στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.

Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της' με πλοκάμια
κολλώδη μ' έσφιγγαν μνήμες φτηνές.









ΓΙΑΤΙ;..

Αγαπώ κάθε τι πουν' δικό μου:
το σκυλί, το παλτό, το στυλό μου..
Μα εσέ που..(και πώς να το πω...)
Να...εσένα, γιατί σ' αγαπώ;..





Η ΠΕΤΡΑ ΣΟΥ

Αν μια καινούργια Εξέταση σαν κείνην Ιερά
το κολασμένο σώμα σου έριχνε στην πυρά
οι εργάτες που θα πήγαιναν αύριο να σκουπίσουν
θα 'βλεπαν ένα θέαμα δύσκολο να εξηγήσουν.

Πάνω στο χώμα το τεφρό το ακόμα πυρωμένο
που ολονυχτίς το σώμα σου κράταε το μαγεμένο-
πάνω στο χώμα, απ' της φωτιάς την κάπνα μαυρισμένη
κι εν τούτοις κρύα μια πέτρα εκεί θα βρίσκανε πεσμένη.

Παράξενα θα κοίταζαν και φοβισμένοι θα 'ταν
και ιστορίες αλλόκοτες πολλές αφού θα πλάθαν
"Κι αυτό", θα καταλήγανε, "παιχνίδι είναι δικό της
το τελευταίο ήτανε το έργο το μαγικό της".

Μόνο εγώ απ' όληνε ξέρω την ανθρωπότη
και πλήρωσα το μάθημα με τη ζωή μου, ότι
το σώμα σου κι αν καίγονταν το τέλειο απ' τη φωτιά
θα 'μενε άκαυτη η σκληρή-η πέτρα σου καρδιά.









ΣΤΟ ΧΙΟΝΑΤΟ ΤΗΣ

Απ' τον τάφο μου βγάζω
το κεφάλι το σάπιο για λίγο
μία τρύπα στο σκότος ανοίγω
και τριγύρω κοιτάζω.

Μες στων ζώντων το πλήθος
το κορμί της ζητώ κι ανταμώνω
και το βλέμμα μου πάνω απιθώνω
στο χιονάτο της στήθος

Τότε ο μαύρος μου τάφος
το υπερκόσμιο γνωρίζει μεθύσι
λιμανιού που 'χει εντός του ποδίσει
φωτοπλήμμυρο σκάφος.








Η ΠΙΚΡΗ ΜΟΥ

Θα 'ναι μία στιγμούλα που ο ήλιος θα λάμπει
τα πουλιά μες στους θάμνους θα ψάλλουν γλυκά
θα ζητά η χαρά στην καρδιά μέσα να 'μπει
και η φύση η τρελή θα οργά θριαμβικά.

Στων δεκάξι σου χρόνων το βελούδινο θάμπος
η αγνότη κι η αθωότη θα στήνουν χορό
και χαλί λουλουδένιο θα στρώνει ο κάμπος
του κορμιού σου το πάθος να δεχτεί το ιερό.

Δίχως λόγο κι αιτία, δίχως σκέψη και γνώση
ένας νέος θα σου κλέψει το μύρο τ' αγνό.
Η ζωή βιαστικά ένα πέπλο θ' απλώσει
μη και τ' άδικο δουν οι ουρανοί το τρανό.

Θα 'ναι μία στιγμούλα που καθώς όλοι οι γέροι
ένα τσάϊ θα φτιάχνω να πιω στη γωνιά
κι έτσι δα το κουτάλι θα μου πέσει απ' το χέρι
και σκληρά θα ηχήσει η πικρή μου μονιά.








ΠΕΘΑΙΝΩ

Το ρόδο που εκράταγες στα χέρια σου είχε λάμψη
και ομορφιά πρωτόφαντη. Τα κόκκινά του φύλλα
μοιάζαν σαν αίμα ζωντανό βαθιά να τα 'χει βάψει
που ακόμα μες στις φλέβες τους χαρούμενο εκύλα.

Όταν για λίγο τ' άφησες το χρώμα του έχει σβήσει
η ευωδιά του εχάθηκε και στέκει μαραμένο.
Μες στο χεράκι σου τ' αβρό κλείστο να ξαναζήσει…
ένα φιλί σου δώσε μου-μαραίνομαι..πεθαίνω…








ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ

Η μουρμούρα απ' την παρέα
σ' αποκοίμισε χτες βράδυ
και δοθήκαν στον Ορφέα
της σαγήνης σου οι βάρδοι.

Η καρέκλα σου αγαλλιάζει
από τ' άγγιγμα το θείο
και λιπόθυμη αγκαλιάζει
το πολύτιμο φορτίο.

Αλλά κι έτσι κοιμισμένη
δε γινόταν να μη μ' έλκεις:
τα ποδάκια έτσι αφημένη
σταυρωτά καθώς τα πλέκεις

τους μηρούς σου η κουβέρτα
στους αφήνει ακαλύπτους
και γεμίζει ο τόπος κέδρα
και γεμίζει ευκαλύπτους.

Και στα δάση μέσα σειώνται
Νύμφες, Σάτυροι και Φαύνοι
κι απ' τα γέλια τους δονούνται
οι γλουτοί σου οι δυο οι λάγνοι.

Και στο βάθος βάθος βάθος
στη μεσόγλουτη σχισμή
που τη δέρνουνε με πάθος
καταιγίδες και σεισμοί

καταργούνται τα ερέβη,
η Εδέμ αναγεννάται
κι α! η Εύα θριαμβεύει
το κορμί σου όταν κοιμάται.









Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Χρυσά και σπίτια και λεφτά δεν έχω για ν' αφήσω.
Αυτά που άλλοι χαίρονται δεν ήρθανε σε μένα.
Μα τούτα έχω εγώ να πω τα μάτια μου πριν κλείσω:
Τέσσερα έχω ολοζωής διαμάντια δουλεμένα.

Αφήνω τρεις κυπάρισσους και μια τριανταφυλλίτσα
τ' αγκάθια της να διώχνουνε τους νοσταλγούς της νιότης
και στη μικρή της να κρατεί σφιχτά την αγκαλίτσα
πολύδροσα τα ρόδα της κι αγνά για τον καλό της.

Αφήνω τρεις περήφανους αητούς κι εν' αηδονάκι
που να σιγά σα θαρρετά το πλησιάζει ο ξένος
και το γλυκό του να λαλεί κι ωραίο τραγουδάκι
μόνο κοντά του σα βρεθεί ο νιος κι ο αγαπημένος.

Αφήνω τρία λιοντόπουλα και για να τα μερεύει
μιαν ελαφίτσα ασπρόλαιμη και σκοταδοματούσα
που να χορεύει ως περπατεί και να πετά ως χορεύει
και να θαμπώνει τη νυχτιά τη φεγγαροκρατούσα.

Μια κόρη που στο στόμα της να ορκίζονται λεβέντες
στα μοσκομύριστα μαλλιά να καίγονται καρδούλες
που οι γλυκές της οι ματιές και οι γλυκές κουβέντες
σπίτια ν' αφήνουν ορφανά κι απόρφανες μανούλες.

Αφήνω εγώ μιαν έμορφη μια κόρη φιλντισένια
το γέλιο της ανθόνερο το κλάμα της βροχούλα
το στήθος της αφρόγαλα τα χείλια της μελένια
και ρυάκι απαλοκύλιστο η χαρωπή φωνούλα.

Μια μαγιοπούλα-του τυφλού του πόθου μιαν ιέρεια
μία νεράιδα αφήνω εγώ στην πλάση για στολίδι
μια παινεμένη που κρατεί σφιχτά στα δυο της χέρια
το περιστέρι του Έρωτα, της Απονιάς το φίδι.

Να φέγγει ολόκληρη αλλά κανείς να μη γνωρίζει
αν τη φωτάει ήλιος λαμπρός ή αν αστροπελέκι'
να μη στις λίμνες των ματιών κανένας ξεχωρίζει
αν η ζωή ή ο θάνατος είναι που εντός τους πλέκει.

Κόσμε, σ' αφήνω μια μικρή πεντάμορφη γοργόνα
που να σκορπά τρανές φωτιές όπου ήθελε ποδίσει
που σειώντας έτσι μοναχά το δάχτυλό της το 'να
κόσμε όπως με τυράννησες -αχ-να σε τυραννήσει.









ΑΝΘΟΥΣ

Μέσα στα τόσα τα πολλά που από σένα θέλω
άκου αυτό όπως άκουσες και τόσα ακόμα: θέλω
μια μέρα τα ποδάκια σου να κάνω προσκεφάλι
και ν' ακουμπήσω πάνω τους το άσπρο μου κεφάλι.

Κι όπως το χώμα τους νεκρούς και τα βουνά το χιόνι
κι όπως η Άνοιξη ανθούς πάνω στα δέντρ' απλώνει
κι εσύ χωρίς μιαν έκπληξη και δίχως να διστάσεις
ν' απλώσεις τα χεράκια σου κι έτσι να με σκεπάσεις.









ΠΟΝΗΡΟΥΛΑ

Είσαι καλή κι είσαι γλυκειά κι είσαι κομψή κι ωραία
έχεις χαρές αρίθμητες και ομορφάδες πλήθος.
Είσαι σεμνή κι υπάκουη, καλοφτιαγμένη, νέα
κι η ίδια του Έρωτα η θεά σου έπλασε το στήθος.

Όμως αν ήσουν φαγητό, όπως σ' έχω περιγράψει,
ανάλατη θα ήσουνα-θα 'φερνες αναγούλα.
Μα όχι-θεός ή διάβολος, όποιος κι αν σ' έχει πλάσει
σου έβαλε το αλάτι σου: λίγο είσαι πονηρούλα.








ΝΑ ΣΕ ΚΥΤΤΑΖΩ

Κοντά σου όταν ήμουνα έλυωνα από τον πόνο
που δε γινότανε παρά να σε κοιτάζω μόνο.
Μα κι όταν έφυγα μακριά πάλι δεν ησυχάζω-
τώρα πονώ που δεν μπορώ ούτε να σε κοιτάζω.








ΤΑ KΕΦΑΛΑΚΙΑ

Σαν την ψυχή νιογέννητου παιδιού πριν τη μολύνει
ούτε της πείνας τ' άγγιγμα' πριν τη λερώσει ακόμα
ο πόθος για το νοιώσιμο της ρόγας μες στο στόμα
έτσι αγνά τα στήθη σου μου μοιάζουνε με κείνη.

Χαρτί που μόλις έχει βγει απ' το τυπογραφείο
λευκό, ακόμα πριν το δει ούτε ποιητή το μάτι
και να 'χει ο νους του πάνω του σκεφτεί να γράψει κάτι
τα πάλλευκα έτσι στήθη σου φαντάζουνε τα δύο.

Και σαν βουνά την όμορφη τη γη μας που στολίζουν
κι ενώ το ηφαίστιο μέσα τους ασίγαστα κοχλάζει
εν' αεράκι δροσερό τη ράχη τους δοξάζει
έτσι και κείνα καίγονται κι έτσι κι αυτά δροσίζουν.

Κι έτσι σφιχτά κι έτσι κρουστά κι έτσι σαν φιλντισένια
μόνο στου νου το τάνυσμα μπορούν να παρομοιάσουν
λίγο προτού οι ιδέες του που πάνε να τον σπάσουν
διέξοδο στα έλη της χαράς βρούνε τα τιποτένια.

Και σαν παιδιά. Σαν δυο μικρά, λαμπρά, γλυκά παιδάκια
που μια πηδούν ακράτητα και τρέχουν και 'λαφιάζουν,
μια βαριεστούν και στέκουνε κι άτονα ησυχάζουν,
και μια πεισμώνουν και γυρνούν αλλού τα κεφαλάκια.









ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Εβγήκα στις κορφές
που φέγγουνε λαμπρές
χαρές χρυσοντυμένες.
Τις φώναξα μ' αυτές
λες ήτανε κουφές
δεν ήρθαν οι καημένες.

Επήγα στη φωλιά
που στήνουν τα πουλιά
του πιο ψηλού του κλώνου.
Γεμάτη με φιλιά
εβρήκα μι' αγκαλιά
κι αυτή 'τανε του πόνου.









Η ΓΑΤΟΥΛΑ

Θα ήθελα να έχω μια γατούλα
μ' ασπρόμαυρο κεφάλι και κορμί
και μια καφέ στο μάτι βούλα-
θα ήθελα να έχω μια γατούλα.

Το λάστιχο το σώμα να λυγίζει
και δίχως μιαν αιτία ή αφορμή
ναζιάρικα πολύ να νιαουρίζει-
το λάστιχο το σώμα να λυγίζει

Τα νύχια της να ξύνει στο πανέρι
και όπως μόνο εκείνη το μπορεί
επάνω μου να τρίβεται όπως ξέρει-
τα νύχια της να ξύνει στο πανέρι.

Τα μάτια της να λάμπουν στο σκοτάδι
και θάματα το φως τους να ιστορεί
ποτέ της να μη λέει όχι στο χάδι-
τα μάτια της να λάμπουν στο σκοτάδι.

Τα βράδια μπρος στο τζάκι να κυλιέται
αργόσυρτη, υγρή, νωχελική
και σ' άσεμνη μια στάση να κοιμιέται-
τα βράδια μπρος στο τζάκι να κυλιέται.

Θα ήθελα να έχω μια γατούλα
κι απ' όλους να την έχω μυστική'
με μια καφέ στο μάτι βούλα
θα ήθελα να έχω μια γατούλα.









ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Εν' άλικο μπουκέτο θα σου στείλω
λουλούδια μ' ένα καλό μου φίλο.
κι ωραία έτσι σαν τ' αντικρίσεις
ξέρω-χιλιάδες θα τους χαρίσεις

φιλιά. Για λίγο το έκθαμβο το δείλι
ποια ειν' τα λούλουδα-ποια ειν' τα χείλη
να ξεχωρίσει δε θα μπορέσει.
Κι όταν η γλύκα πάνω τους δέσει

με βια θα σου τ' αρπάξει από τα χέρια
και θα 'χω τα φιλιά σου αιώνια ταίρια
γιατί θα μου τα βάλει σαν πεθάνω
στο μέρος της καρδιάς-στο στήθος πάνω.










ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ

Αν όταν είμαστε μαζί κάπου, λιποθυμίσεις
υπάρχουν πιθανότητες πολλές να μην ξυπνήσεις
κι ενός γιατρού τη σιγουριά ενώ θα 'χεις μαζί σου
της σιγουριάς η αίσθηση αυτή ναν' η στερνή σου.

Δε θα φροντίσω τότε εγώ για την υγειά σου διόλου
κι όλου του κόσμου η γιατρική ας πάει κατά διαόλου-
θα γείρω στο μονάκριβο που 'χω προστά μου θάμα
όχι με τέχνη Ασκληπιού αλλά με πάθος Πάνα.

Έτσι. Αναίσθητη καθώς θα κείτεσαι στο χώμα.
Αλλ' αν μετά το θάνατο πάλι μιλά το στόμα
θα έχεις να παινεύεσαι στις φίλες σου στον Άδη
πως συ μονάχα εγνώρισες τόσο γλυκό ένα χάδι.









ΕΜΕΝΑ

Α! Ο θάνατος έπρεπε εμένα να πάρει
και όχι τον άτυχο καλό σου πατέρα.
Η τόση σου θα 'παυε τότε η χάρη
να ντύνει με σάβανο την κάθε μου μέρα

Τα τόσα σου τότε δε θα 'φταναν μύρα
στα δώματα του Άδη που θα 'μουν κλεισμένος
κι η μαύρη μου θα 'παυε τότε η μοίρα
να σπάζει επάνω μου το τόσο της μένος.

Θα πει τότε θα 'παυε ο πόνος για κάτι
που αδύνατο είναι ποτέ ν' αποκτήσω-
θα πει πως της λήθης το απρόθυμο άτι
δε θα 'χα ποτέ πάλι πια να κεντρίσω.

Α! Ο θάνατος έπρεπε να πάρει εμένα
και όχι ολοζώντανος να στέκω κοντά σου
και χίλιους θανάτους να ζω σε καθένα
μελένιο χαμόγελο ή λάγνα ματιά σου.





ΤΗ ΓΑΤΑ

Χάιδευες με το πόδι σου τη γάτα.
Το πόδι σου γυμνό. Η γάτα ύπτια.
Τα δάχτυλά σου ανάβαν τα κροκάτα
στου ζώου τα γοργά τα καρδιοχτύπια.

Με τ' όλασπρο, αβρό, γυμνό σου πόδι
εχάιδευες το τρίχωμα της γάτας
Το γόνυ σου λαμπύριζε σαν ρόδι
κι έτρεμε το κορμί της χρυσομάτας.

Μ' αθώες, ταχ' αδιάφορες κινήσεις
εχάιδευες τη γάτα σου τη μαύρη.
Απόψε κι αν ανάπαψη ζητήσεις
ούτε κι εσύ ούτε και κείνη θα 'βρει.

Βελούδι σε φιλί με το βελούδι
και πες ποιο εφιλιόνταν-ποιο εφίλα
το χνούδι αγκαλιασμένο με το χνούδι-
ποιανού η πιο μεγάλη ανατριχίλα;.

Εχάιδευες τη γάτα. Η ματιά σου
Θολή από τη θύελλα που νιώθεις
και τρέμουνε τα χείλη τ' ανοιχτά σου-
ματαία η προσοχή σου: επροδόθης.









Ο ΦΟΒΟΣ ΚΙ Η ΑΓΑΠΗ

Ο φόβος κι η αγάπη εμεγαλώνανε
μαζί' μα-τι κακό- όλο μαλώνανε.
Μαζί για λίγο μόνο έτσι ζήσανε
κι ύστερα-δε γινότανε-χωρίσανε.

Και σ' άλλα ο καθείς τους μέρη επήγανε
κι εχθροί αναμετάξυ τους εγίνανε
καθείς τους πύργο έχτισε μεγάλονε
κι ούτε ν' ακούσει ένας για τον άλλονε.

Και όποιος την αγάπη ακριβοντύνεται
αυτός να αιστανθεί φόβο δε γίνεται'
και όποιος από φόβο τρεμουρίζει
ποτέ του την αγάπη δε γνωρίζει.









ΤΑ ΠΕΝΘΗ

Κιτρίνισαν τα φύλλα της ψυχής
και δώσανε το χρώμα τους στου πόθου μου τα φύλλα
έτσι καθώς αυτός στέκεται ανεπαρκής
δίπλα στου τοίχου μου του έρμου τη μαυρίλα.

Και είμαι σίγουρος πως στο δεξί
(καθώς κοιτάζω από δω) το φύλλο αυτό το σάπιο
θα 'χουν ζωύφια σαρκοβόρα εμφανιστεί-
να! σαν να βλέπω να κουνιέται κάποιο…

Α! Πόθε μου! Σ' αγόρασα ακριβά
με πράσινο το δώμα μου το μαύρο να στολίσεις
κι έρω για μένα να ριζώσεις στα γλυκά
ματάκια της αγάπης μου όταν τη συναντήσεις.

Μα όμως με προδώσατε κι οι δυο:
και σε κει κείνην της ψυχής σας νίκησαν τα πένθη
που αγέννητα κι αχάλαστα εντός μου κλειω-
και συ μου εμαράθηκες και κείνη δε θα έρθει.







ΚΑΜΙΑ

Μπροστά μου όπως καθόσουνα με τα μαλλιά λυμένα
έβλεπα τους εβένινους που εκείνα στρώναν δρόμους
και η ψυχή μου εγέμιζε χίλιες χιλιάδες τρόμους:
καμία από τις στράτες τους δεν ήτανε για μένα.







ΤΟΤΕ ΚΑΛΑ

Αν μόνο για να βλέπουνε την ομορφιά
δοθήκανε στον άνθρωπο τα μάτια
τι να τα κάνω αφού είσαι μακριά
απ' τα φωτεινά τους τα μονοπάτια..

Αν μόνο για ν' ακούν ήχους γλυκείς
τ' αυτιά έχουνε γίνει των ανθρώπων
τι να τα κάνω όταν εσύ μιλείς
σε ξένο, μακρινόν μου τόπον…

Στο δέρμα μου αν πρέπει ν' ακουμπά
το βελουδένιο ευέξαπτό σου δέρμα
τι να το κάνω αν κείνο πάει μακρια
και μένουνε τα χέρια μου παντέρμα…

Αν όμως και μας δόθηκε η ζωή
για να τη δέρνει η θλίψη και ο πόνος
τότε καλά έχουνε όλα οριστεί:
εσύ μακριά μου κι εγώ μόνος.









ΜΑΡΤΥΡΙΟ

Τόσο κοντά σου να 'μαι και να μην μπορώ
λίγο ν' αγγίξω μια σου τρίχα-ένα ρούχο…
τόσο κοντά σου να 'μαι και να μην μπορώ
λίγο να δείξω από τον έρωτα που σου 'χω…








Ο ΛΟΓΟΣ

Εχ' ορκιστεί να μην το πω
το τρυφερό το σ' αγαπώ
το λόγο θα κρατήσω
και δε θα τον πατήσω.

Σιγμ' άλφα γάμμ' άλφα ξανά
κι αχ! η καρδιά δε σε ξεχνά'
πι και στερνά ωμέγα
κι αχ! έχω πόνο μέγα.

Αλλά το λόγο μου κρατώ
ποτέ-ποτέ δεν τον πατώ
το σ' αγαπώ τ' ωραίο
εγώ δε σου το λέω.









Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

Στο κάτασπρο το στήθος σου το ποθοπλανταγμένο
ένας σταυρός κρεμότανε με τον εσταυρωμένο.
Κι αναρωτήθηκα γιατί στους τόσους του μπελάδες
να τον παιδεύουν το Χριστό τώρα κι οι συμπληγάδες.

Μα όταν έσκυψα να δω επάνω στο σταυρό του
να 'ναι αναψοκόκκινο είδα το πρόσωπό του
κι αντί να ειναι η όψη του άφατα πονεμένη
την είδα με αγαλλίαση να 'ναι στεφανωμένη.

Τα μάτια του μισόκλειστα κι εσειόταν το κορμί του
σαν ο σεισμός να έγινε προτού από τη θανή του.
κι οι βόγγοι που εβγαίνανε απ' τα φρυγμένα χείλη
γι άλλην μιλούσανε παρά για την ουράνια πύλη.

Και μέσα κει στα στήθη σου τα παντοβόρα είδα
να 'ναι πιασμένος ο Χριστός στην ίδια την παγίδα
στην ίδια να φλογίζεται φωτιά που τον καθένα
καίει στη γη επάνω αυτήν ως έκαψε και μένα.

Για μένα ετούτος ήτανε ο πλάστης και θεός μου
κι αυτόνε ξέρω μόνο εγώ για ποιητή του κόσμου'
εκείνου εικόνα είμαστε όλοι κι ομοίωσή του
στον ίδιο σταυρωνόμαστε σταυρό κι εμείς μαζί του.

Και όρκο παίρνω πως μετά το κορμομάχημά του
λίγο πριν πάψει να χτυπά για πάντα η καρδιά του-
και όρκο παίρνω λέω ξανά-δεν είναι εικασία
πως είχε το "τετέλεσται" μιαν άλλη σημασία.


------------------------